Γράφει ο Πέτρος Λιάκουρας - Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, Διευθυντής του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Διεθνείς & Ευρωπαϊκές Σπουδές», στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς
Γνωστοί και λιγότερο γνωστοί όροι και έννοιες του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της θάλασσας μπει το τελευταίο διάστημα στον καθημερινό δημόσιο και ιδιωτικό λόγο μας λόγω των ελληνοτουρκικών. Εν προκειμένω ας δούμε ποιες και τι είναι λοιπόν οι θαλάσσιες ζώνες σύμφωνα με τη Σύμβαση Δικαίου Θάλασσας: εσωτερικά ύδατα, αιγιαλίτιδα ζώνη/χωρικά ύδατα, διεθνή στενά, συνορεύουσα ζώνη, αποκλειστική οικονομική ζώνη, υφαλοκρηπίδα, ανοικτή θάλασσα, διεθνής βυθός και τα ορισμένα ελληνοτουρκικά ζητήματα όπως η αποστρατιωτικοποίηση, οι γκρίζες ζώνες και οι διερευνητικές επαφές.
Εσωτερικά ύδατα
Τα εσωτερικά ύδατα αφορούν σε κυριαρχία του παράκτιου κράτους και εκτείνονται προς το εσωτερικό των γραμμών βάσης απ’ όπου μετρώνται όλες οι θαλάσσιες ζώνες. Εξομοιώνονται με το έδαφος του παράκτιου κράτους, περιλαμβάνουν εκτός από τους λιμένες και τα δέλτα των ποταμών καθώς και -εφόσον θεσπιστούν- τα ύδατα εντός των κόλπων, και εντός των έντονων εσοχών των ακτών που κλείνουν με τη χάραξη νοητών ευθειών γραμμών.
Αιγιαλίτιδα ζώνη ή χωρική θάλασσα/χωρικά ύδατα
Αιγιαλίτιδα ζώνη (ή χωρική θάλασσα ή χωρικά ύδατα) είναι θαλάσσια ζώνη εθνικής κυριαρχίας, εκτεινόμενη περιμετρικά των ηπειρωτικών και νησιωτικών ακτών περιλαμβάνοντας -στο εύρος που το κράτος επιλέγει- την υδάτινη στήλη, το βυθό και το υπέδαφος καθώς και τον υπερκείμενο εναέριο χώρο. Το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης καθορίζεται μονομερώς από το παράκτιο κράτος μέχρι το ανώτατο επιτρεπτό όριο των 12νμ. Η διάταξη αυτή δεσμεύει όλα τα κράτη ανεξαρτήτως προσχώρησής τους στη Σύμβαση Δικαίου Θάλασσας του 1982. Στην αιγιαλίτιδα ζώνη το παράκτιο κράτος δεν μπορεί να απαγορεύει τη διέλευση πλοίων, εφόσον αυτά διενεργούν «αβλαβή διέλευση», όταν δηλαδή το αλλοδαπό πλοίο δεν επιχειρεί ενέργειες, οι οποίες στρέφονται κατά της κυριαρχίας, της ακεραιότητας, της ειρήνης, της ασφάλειας και της δημόσιας τάξης του παράκτιου κράτους.
Στο πλαίσιο της κυριαρχικής ευχέρειάς της η Ελλάδα έχει αιγιαλίτιδα ζώνη 6νμ, επιφυλασσόμενη να την διευρύνει με πολιτική απόφαση. Έχει αναγγελθεί η διεύρυνση στα 12νμ με προηγούμενη χάραξη ευθειών γραμμών βάσης και κλείσιμο κόλπων κατά μήκος του Ιονίου Πελάγους, από τα ελληνοαλβανικά σύνορα μέχρι το ακρωτήριο Ταίναρο. Είναι γνωστό επίσης ότι η Τουρκία αντιδρά όσον αφορά στην διεύρυνση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης σε οποιοδήποτε εύρος πέραν των 6νμ στο Αιγαίο. Μάλιστα δεν έχει άρει τη δήλωσή της περί casus belli, υποδηλώνοντας ότι δεν θα ανεχθεί τη διεύρυνση.
Η συνορεύουσα ζώνη
Η συνορεύουσα ζώνη είναι μια θαλάσσια περιοχή παρακείμενη στην αιγιαλίτιδα ζώνη, επί της οποίας το παράκτιο Κράτος ασκεί δικαιώματα διοικητικού και αστυνομικού χαρακτήρα, σε σχέση με την προληπτική ή κατασταλτική εφαρμογή της υγειονομικής, δημοσιονομικής ή μεταναστευτικής νομοθεσίας του παράκτιου κράτους.
Υφαλοκρηπίδα
Η υφαλοκρηπίδα αποτελείται από το θαλάσσιο βυθό και το υπέδαφος των υποθαλάσσιων περιοχών που εκτείνονται σε όλη την έκταση της φυσικής προέκτασης του χερσαίου εδάφους του υφαλοπλαισίου ή σε απόσταση 200νμ από τις γραμμές βάσης. Δεν ορίζεται από τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά του βυθού αλλά μόνο από το κριτήριο της απόστασης, αφορά δε στο βυθό, μετά από το εξωτερικό όριο του βυθού της αιγιαλίτιδας ζώνης.
Στη υφαλοκρηπίδα το παράκτιο κράτος δεν ασκεί κυριαρχία. Ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα επί των φυσικών πόρων, δηλαδή τα ορυκτά και τους άλλους μη ζώντες οργανισμούς του βυθού και του υπεδάφους, στο οριζόμενο όριο. Το κυριαρχικό δικαίωμα σαφώς περιορίζεται σε αυτό της έρευνας, της εξόρυξης και της εκμετάλλευσης. Είναι κυριαρχικό δικαίωμα υπό την έννοια ότι, ακόμη και αν το παράκτιο κράτος δεν εκμεταλλεύεται τους πόρους του, κανένα άλλο κράτος δεν μπορεί να αναλάβει ανάλογη δραστηριότητα. Τα κυριαρχικά δικαιώματα υπάρχουν αυτοδικαίως και εξ υπαρχής, ipso facto et ab initio, υπό την έννοια ότι δεν απαιτείται καμία πράξη απόκτησης τίτλου. Παρόλα αυτά το παράκτιο κράτος υποχρεούται σε συμφωνία οριοθέτησης, ιδίως όταν πρόκειται για περιοχές με γεωγραφική στενότητα, όπου δεν είναι δυνατόν να εξαντληθεί για τα κράτη με αντικείμενες ακτές το όριο των 200νμ. Στην περίπτωση αυτή τα αντικείμενα ή παρακείμενα κράτη προκειμένου να ασκήσουν τα προβλεπόμενα δικαιώματα, πρέπει να τα οριοθετήσουν με συμφωνία ή δικαστική απόφαση και μόνον με τον τρόπο αυτόν κατοχυρώνονται και δεν αμφισβητούνται οι περιοχές άσκησης των δικαιωμάτων αυτών.
Διαφορετικά ελλείψει συμφωνίας οριοθέτησης το κάθε κράτος μόνον διεκδικεί υφαλοκρηπίδα και δεν μπορεί να προβαίνει ούτε σε μονομερή οριοθέτηση ούτε σε μονομερείς ενέργειες. Οι μη οριοθετημένες περιοχές επικαλυπτόμενων διεκδικήσεων είναι διαφιλονικούμενες (disputed κατά την ορολογία του Δικαστηρίου) και επ’ αυτών υπάρχει υποχρέωση διαπραγμάτευσης για συμφωνία οριοθέτησης. Κατ’ αναλογία ισχύουν και όσον αφορά στην ΑΟΖ.
Επειδή πρόκειται για κυριαρχικά δικαιώματα, για συγκεκριμένες λειτουργίες έρευνας και εκμετάλλευσης της υφαλοκρηπίδας, δεν επηρεάζουν τα δικαιώματα ναυσιπλοΐας, καθώς και πόντισης καλωδίων και σωληναγωγών που αποτελούν ελευθερία της θάλασσας. Αν δε ένα κράτος δεν έχει θεσπίσει και οριοθετήσει ΑΟΖ με συμφωνία, στην υδάτινη στήλη η αλιεία, η εκμετάλλευση της ήπιας ενέργειας, η θαλάσσια επιστημονική έρευνα παραμένουν ελευθερία των θαλασσών.
Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη
Πρόκειται για ένα «ειδικό καθεστώς» το οποίο δεν ταυτίζεται ούτε με την κυριαρχία της αιγιαλίτιδας ζώνης, ούτε με το καθεστώς της ανοικτής θάλασσας. Εκτείνεται ως τα 200νμ από τα σημεία βάσεις των ακτών, αλλά αφορά σε μια περιοχή που έπεται της υδάτινης στήλης της αιγιαλίτιδας ζώνης. Το παράκτιο κράτος ασκεί λειτουργικά δικαιώματα ενώ δεν πρέπει να παραβλέπει τις ελευθερίες ανοικτής θάλασσας των τρίτων κρατών, όπως αυτές της ελεύθερης ναυσιπλοΐας, της υπέρπτησης, καθώς και πόντισης καλωδίων και σωληναγωγών. Το παράκτιο κράτος, εφόσον έχει θεσπίσει και οριοθετήσει την ΑΟΖ με τα αντικείμενα/παρακείμενα κράτη, έχει κυριαρχικά δικαιώματα επί της προστασίας της αλιείας, της θαλάσσιας επιστημονικής έρευνας, της εκμετάλλευσης της ήπιας ενέργειας εκ των ανέμων και των κυμάτων, και εκ των θαλάσσιων ρευμάτων, καθώς και δικαιοδοσία όσον αφορά στην εφαρμογή της προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος.
Η ΑΟΖ σε αντίθεση με την υφαλοκρηπίδα απαιτεί θέσπιση, δηλαδή πράξη απόκτησης τίτλου, και για να ασκηθούν τα προβλεπόμενα δικαιώματα και δικαιοδοσίες, ιδίως στις περιπτώσεις που το κάθε κράτος δεν εξαντλεί το όριο των 200νμ, απαιτείται συμφωνία ή δικαστική απόφαση οριοθέτησης για τον καθορισμό των περιοχών που αντιστοιχούν σε κάθε κράτος για την άσκηση δικαιωμάτων του.
Nα διευκρινίσουμε τη σύμπλευση των δύο ζωνών υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Για να λυθεί η όποια σύγχυση ενέσκηψε και στο δικό μας δημόσιο διάλογο, δεν εννοείται οριοθέτηση ΑΟΖ χωρίς σε αυτήν να περιλαμβάνεται και η υφαλοκρηπίδα. Αντίθετα στην οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας δεν περιλαμβάνεται η ΑΟΖ. Επίσης δεν απαιτείται ΑΟΖ για την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων. Αρκεί ο θεσμός της υφαλοκρηπίδας. Η ΑΟΖ συμπληρώνει το πακέτο των αρμοδιοτήτων και δεν απορροφά την υφαλοκρηπίδα. Απλή καθιέρωση ΑΟΖ δεν συνεπάγεται αυτόματα και αδιαμφισβήτητη άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων επ’ αυτής αν δεν εξαντλείται το όριο των 200νμ για το κράτος.
Casus belli
Η Τουρκία κατά πρώτον το 1974 μετά την εισβολή της στην Κύπρο, ενόψει της πρόθεσης της Ελλάδας να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της αντέδρασε με μια δήλωση περί casus belli, ένα δόγμα το οποίο έμελλε να διατηρηθεί. Μια απειλητική προειδοποίηση ότι δεν θα μείνει απαθής και θα αντιδράσει σε περίπτωση που η Ελλάδα προέβαινε σε ένα δικαίωμα το οποίο στο πλαίσιο της Τρίτης Συνδιάσκεψης για το Δίκαιο της Θάλασσας είχε αποκτήσει μια γενικευμένη αποδοχή ως προς το επιτρεπτό εύρος των 12νμ. Πολύ πριν τεθεί σε ισχύ η Σύμβαση Δικαίου Θάλασσας το δικαίωμα στα 12νμ απέκτησε εθιμική υπόσταση, δηλαδή δεσμεύει όλα τα κράτη.
Όταν η Ελλάδα το 1995 επικύρωσε τη Σύμβαση Δικαίου Θάλασσας του 1982 και επιφυλάχθηκε να επεκτείνει σε μελλοντικό χρόνο, τότε η Τουρκία επανέλαβε το casus belli στην μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση η οποία εξουσιοδότησε την κυβέρνηση να λάβει -όποτε αποφασίσει- τα απαραίτητα μέτρα σε περίπτωση επέκτασης της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης στο Αιγαίο. Το δόγμα αυτό συνιστά απειλή η οποία απαγορεύεται από το άρθρο 2 παρ. 4 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Συνεπώς η Τουρκία παραβιάζει το διεθνές δίκαιο. Η Τουρκία δεν επικαλέστηκε την απειλή αυτή από το 1999. Μάλιστα δε δια στόματος ανώτατων αξιωματικών δηλώθηκε, εν είδει ερμηνείας, ότι δεν αφορά απαραιτήτως σε πόλεμο, απλώς καταδεικνύει την έσχατη γραμμή ανοχής της Τουρκίας έναντι ενδεχόμενης επέκτασης. Μόνον στην παρούσα ένταση επανήλθε στη δέσμη της επιθετικής ρητορικής.
NAVTEX
Πρόκειται για έκδοση χάρτη με συντεταγμένες με τον οποίο μια χώρα δεσμεύει τμήμα της ανοικτής θάλασσας για περιορισμένο χρόνο για να διεξαγάγει στρατιωτικές ασκήσεις ή άλλες δραστηριότητες που εμπίπτουν στην ελευθερία της θάλασσας, ειδοποιώντας τους ναυτιλλόμενους σχετικά με την προσαρμογή της πορείας τους στη ναυσιπλοΐα. Τελευταία η Τουρκία εκδίδει NAVTEX για έρευνα υφαλοκρηπίδας σε μη οριοθετημένες περιοχές της Αν. Μεσογείου που διεκδικεί και η Ελλάδα, μια μονομερής ενέργεια που απαγορεύεται από το δίκαιο της θάλασσας. Η έρευνα προϋποθέτει οριοθέτηση με συμφωνία. Η Ελλάδα ορθώς αντιδρά καλώντας σε οριοθέτηση, διότι υπάρχει υποχρέωση διαπραγμάτευσης με καλή πίστη να οριοθετηθεί η περιοχή και μόνον με συμφωνία ή δικαστική απόφαση είναι δυνατόν στις καθορισμένες περιοχές ανά κράτος να ασκούνται τα κυριαρχικά δικαιώματα.
Εθνικός εναέριος χώρος
Σύμφωνα με τη Σύμβαση Δικαίου Θάλασσας ’82, η κυριαρχία του παράκτιου κράτους στην αιγιαλίτιδα ζώνη εκτείνεται και στον υπερκείμενο εναέριο χώρο. Συνεπώς το καθεστώς της αιγιαλίτιδας ζώνης στο επιλεγόμενο εύρος καθορίζει την κυριαρχία και στον υπερκείμενο εναέριο χώρο και όχι κάτι αντίθετο με αυτό. Κατ’ αυτήν την λογική το εύρος του εθνικού εναερίου χώρου ορίζεται στα 6νμ. Εν τούτοις, με πδ του 1931 ορίσθηκε ελληνικός εναέριος χώρος στα 10νμ που ισχύει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Πρόκειται για μια πρωτοτυπία με άλλο εύρος αιγιαλίτιδας ζώνης και άλλο ευρύτερο εναέριου χώρου, που θα απαιτήσει μια ενιαία ρύθμιση.
F.I.R. Αθηνών
Πρόκειται για τις περιοχές πληροφόρησης πτήσεων. Οι περιοχές αυτές διεθνούς εναέριου χώρου καθορίζονται από τον ICAO : Διακυβερνητικό Οργανισμό Πολιτικής Αεροπορίας, με διοικητικά καθήκοντα που ανατίθενται σε κάθε κράτος στην αντίστοιχη καθορισμένη από τον Οργανισμό περιοχή με ένα ανά περιοχή κέντρο ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας. Τα καθήκοντα δεν συγχέονται με άσκηση κυριαρχίας. Απλώς το κράτος ελέγχει διοικητικά την εναέρια κυκλοφορία εντός του δικού του FIR για λογαριασμό του Διεθνούς Οργανισμού. Παρακολουθεί και πληροφορεί το κάθε αεροσκάφος για όλα όσα το αφορούν για τη διέλευσή του ή την προσγείωσή του και ζητά από αυτό την υποβολή από τον πιλότο το σχέδιο πτήσης κατά την είσοδο στο F.I.R. Αυτές είναι ειδικές εξουσίες που δεν μπορεί το κάθε κράτος να σφετεριστεί για άλλους λόγους.
Γκρίζες ζώνες
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 η Τουρκία αναμοχλεύοντας την ιστορία και τις διεθνείς συνθήκες ξαναδιαβάζοντας τες με πνεύμα αναζήτησης στοιχείων ή ερμηνειών που θα την εξυπηρετούσαν, κατέληξε δια των αξιωματούχων της, ότι υπάρχουν νησίδες και βράχοι-νησίδες που μπορεί να μην έχουν παραχωρηθεί στην Ελλάδα, την οποία καλεί σε διαπραγμάτευση για να διευκρινισθεί η κυριαρχία τους. Σαν να γυρίζει το ρολόϊ έτη πίσω και να ζητά να αναθεωρηθεί η ιστορία, η πραγματικότητα και τα αποτελέσματα των όσων οι χώρες που τα καθόρισαν αποφάσισαν στις διεθνείς συνθήκες. Με αφορμή αυτήν την ακραία θεώρηση οι δύο χώρες αντιπαρατάχθηκαν στα Ίμια τον Ιανουάριο του 1996 με επίκεντρο την αμφισβήτηση της κυριαρχίας μιας σειράς νήσων, νησίδων και βράχων. Ήταν ένα θερμό επεισόδιο που η Τουρκία προκάλεσε για να καταδείξει ότι εμπράκτως αμφισβητεί νησιωτικές περιοχές.
Το βασικό επιχείρημα της Ελλάδας στηρίζεται στην πρόβλεψη που υπάρχει στη συνθήκη της Λωζάννης του ‘23, σύμφωνα με την οποία, με την εξαίρεση των προβλεπόμενων νήσων που περιέρχονται στην ελληνική κυριαρχία, οι νήσοι και νησίδες εντός του ορίου των 3νμ από τις τουρκικές ηπειρωτικές ακτές διατηρούνται υπό τουρκική κυριαρχία. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι πέραν αυτού του ορίου των 3νμ κάθε άλλο νησιωτικό έδαφος ανήκει για μεν το ΒΑ Αιγαίο στην Ελλάδα για δε το σύμπλεγμα της Δωδεκανήσου, μαζί με τις εξαρτώμενες ή παρακείμενες νησίδες και το σύμπλεγμα του Καστελλορίζου, κατοχυρώθηκαν στην Ιταλία, από την οποία μεταβιβάστηκαν με τη συνθήκη των Παρισίων του 1947 στην Ελλάδα. Και κάθε πράξη κυριαρχίας επί αυτών των νήσων, νησίδων, και βράχων-νησίδων που άσκησε η Ιταλία, όπως πχ διαταγές από το Ναυαρχείο Ρόδου περί εξόδου από την αιγιαλίτιδα ζώνη σε περίπτωση παραβίασης της αβλαβούς διέλευσης αλλοδαπών πλοίων, μεταβιβάσθηκε στην Ελλάδα ως διάδοχο κράτος.
Εξάλλου η Τουρκία επί δεκαετίες δεν είχε αμφισβητήσει όσα νησιά, νησίδες και βράχους-νησίδες τώρα αμφισβητεί και συνεπώς μέσα από τον χρόνο επιβεβαιώθηκε στην αρχή η ιταλική και μετά υπό την έννοια της διαδοχής η ελληνική κυριαρχία. Επίσης η πολυχρόνια από το 1923 μη αμφισβήτηση εμποδίζει την Τουρκία να αμφισβητήσει από το 1996 και εντεύθεν. Πρόκειται για μια ευθεία προσβολή κατά της ελληνικής κυριαρχίας νησιών και νησιωτικών σχηματισμών με τον ισχυρισμό ότι δεν αναγράφονται στις διεθνείς συνθήκες, ενώ της ήταν εξ αντικειμένου γνωστό ότι ασκείται απ’ αυτών συνεχώς και αδιαλείπτως ελληνική κυριαρχία. Όπως επίσης κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι στα τέλη του 20ού αιώνα υπάρχουν αδιευκρίνιστης κυριαρχίας περιοχές στον πλανήτη.
Αποστρατικοποίηση versus νόμιμης άμυνας
Η αποστρατιωτικοποίηση δεν είναι θεσμός του διεθνούς δικαίου. Έχει αναπτυχθεί ως αποτέλεσμα συμβατικών υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί με μια προοπτική ενός προσωρινού καθεστώτος, προκειμένου να προληφθεί μια κρίση ή να αποφεύγονται πιθανές εστίες κρίσης με μια προβλεπόμενη ζώνη αφοπλισμού. Περιορισμός ανάπτυξης στρατιωτικών δυνάμεων και εγκαταστάσεων, εν είδει μερικής αποστρατιωτικοποίησης, προβλέφθηκε στα συμβατικά κείμενα της Λωζάννης το 1923 για τα νησιά του βορείου Αιγαίου. Μια πρακτική που ξεκίνησε στις αρχές του περασμένου αιώνα, όταν υπήρχε η απατηλή υπόσχεση ότι την ασφάλεια των εδαφών που δεν θα ανέπτυσσαν στρατό, θα ανελάμβανε η Κοινωνία των Εθνών.
Διαψεύσθηκε όμως σύντομα και έγινε αντιληπτό ότι την ασφάλεια των εδαφών αναλαμβάνουν μόνο τα κράτη που ελέγχουν τα εδάφη αυτά κατά κυριαρχία. Η αντίληψη περί ασφάλειας ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όταν απαγορεύθηκε η χρήση βίας και εμπεδώθηκε, ως ενισχυμένη αρχή του διεθνούς δικαίου, η νόμιμη άμυνα απέναντι στην αυθαίρετη χρήση βίας. Το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας είναι συμφυές για κάθε κράτος προκειμένου να διασφαλίσει την εδαφική ακεραιότητά του, καθώς και την ειρήνη και την ασφάλεια των πολιτών του. Δεν μπορεί να περιμένει το κράτος να μεριμνήσει για την ακεραιότητα του εδάφους του κανείς άλλος, και, επειδή το διεθνές σύστημα είναι αποκεντρωμένο, για την άμυνα προνοεί και ενεργεί το ίδιο το κράτος που είναι θύμα μιας επίθεσης. Αυτή η αντίληψη είναι κοινή και ισχύει μεταξύ όλων των κρατών.
Να επικαλείται σήμερα η Τουρκία την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών είναι μια παρωχημένη συζήτηση, διότι το εντελώς συμβατικό καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης είναι προσωρινό. Εξάλλου, η Τουρκία δεν μπορεί να επικαλείται διεθνείς συνθήκες που είτε έχουν αντικατασταθεί, όπως η Σύμβαση της Λωζάννης του 1923 από την συνθήκη του Μοντραί του 1936, όσον αφορά στον επανεξοπλισμό της Λήμνου και της Σαμοθράκης. Είτε δεν την αφορούν, και δεν μπορεί να επικαλείται σχετικές διατάξεις ως μη συμβαλλόμενο μέρος, όπως η Συνθήκη των Παρισίων του 1947 για τα Δωδεκάνησα. Είτε τη συνθήκη της Λωζάννης του 1923, όσον αφορά στα νησιά του βορείου Αιγαίου.
Σχετικά με τις συνθήκες που προβλέπουν αποστρατιωτικοποίηση, πέραν του λόγου καταγγελίας τους λόγω ριζικής μεταβολής των περιστάσεων, ιδίως μετά το 1974, παρότι απαιτείται να ακολουθηθεί μια διαδικασία, προβάλλεται και ορθώς το επιχείρημα περί του δικαιώματος της νόμιμης άμυνας, το οποίο ως αυξημένης ισχύος έναντι μιας συμβατικής υποχρέωσης, σαφώς δεν αφήνει περιθώρια να αμφισβητηθεί. Το δικαίωμα νόμιμης άμυνας -εν προκειμένω ως ανάγκη προληπτικών μέτρων και προετοιμασίας για τη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος- διασφαλίζει την εδαφική ακεραιότητα που δεν εγγυάται η αποστρατιωτικοποίηση.
Διερευνητικές επαφές
Οι διερευνητικές επαφές/συνομιλίες είναι προ-διαπραγματευτικός διάλογος. Πρόκειται για εμπιστευτικές συζητήσεις που δεν αποτελούν διαπραγματεύσεις, αλλά μια ad referendum ανταλλαγή απόψεων για την καλύτερη κατανόηση των αντιλήψεων εκάστης των πλευρών και για την αναζήτηση κοινού εδάφους, προς δρομολόγηση επίσημης διαπραγμάτευσης. Διερευνώνται επίσης και οι εκατέρωθεν βουλήσεις για την διαμόρφωση της ατζέντας, των αρχών που θα διέπουν τη διερεύνηση και τη διαπραγμάτευση, τη μεθοδολογία, τη διαδικασία. Επίσης συζητείται ένα χρονοδιάγραμμα για την επίτευξη συμφωνίας, αλλά και η εναλλακτική λύση έναντι μιας αδυναμίας επίτευξης συμφωνίας, όπως η παραπομπή στη διεθνή δικαιοσύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου