Μια ακόμη έρευνα έρχεται να επιβεβαιώσει πόσο απογοητευτική είναι η αγορά εργασίας στην Ελλάδα.
Αναφορικά με την κατάταξη του Ευρωπαϊκού Δείκτη Δεξιοτήτων, τον οποίο καταρτίζει το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (CEDEFOP), η Ελλάδα, μεταξύ των 28 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βρίσκεται στην καθόλου τιμητικη τελευταία θέση παρέα με την Ισπανία.
Η τελευταία θέση εξηγείται ως εξής: Ναι μεν η χώρα μας έχει υψηλό ποσοστό στην εκπαίδευση, το επίπεδο των δεξιοτήτων που χαρακτηρίζουν το ανθρώπικο δυναμικό παραμένει χαμηλό. Αυτές είναι συνέπειες που αποκαλύφθηκαν πιο έντονα από την κρίση και προφανώς έχουν ανασταλτικό παράγοντα στην ανάκαμψη και βελτίωση της ελληνικής οικονομίας.
Και ακόμη και αν μέρος του ανθρώπινου δυναμικού διαθέτει δεξιότητες, αυτές δεν έχουν σχέση με τις ανάγκες της αγοράς εργασιας, κάτι που σημαίνει ότι υπάρχει χαμηλή παραγωγικότητα, σπατάλη πόρων και δυστυχισμένοι εργαζόμενοι.
Όσον αφορά την κατάταξη, σε μία κλίμακα από 1-100 (όπου 100 η καλύτερη επίδοση), η Ελλάδα έχει μόλις 23 βαθμούς. Από την εξέταση των επιμέρους δεικτών φαίνεται ακόμα πιο έντονα το κενό στη συνεχή κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού και η μεγάλη απόκλιση ανάμεσα στις υφιστάμενες δεξιότητες και στις πραγματικές ανάγκες των επιχειρήσεων.
Στο κομμάτι του υψηλού ποσοστού στην εκπαίδευση, η χώρα μας επιτυγχάνει την υψηλότερη βαθμολογία (76 βαθμούς), αλλά βαθμολογείται με 0 στον δείκτη προσόντων.
Αυτό σχετίζεται και με τη διαχρονική απαξίωση από την πολιτεία και την ελληνική κοινωνία της δευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (όπως αυτή εφαρμόζεται με τον θεσμό των Επαγγελματικών Λυκείων – ΕΠΑΛ), ταυτόχρονα με την απουσία ενημέρωσης για τις προοπτικές των τεχνικών επαγγελμάτων. Ακόμη και σήμερα μεγάλη μερίδα των ελληνικών οικογενειών θέλει τα παιδιά να γίνονται γιατροί και δικηγόροι.
Βαθμό 0 παίρνει η Ελλάδα και ως προς τον δείκτη απασχόλησης εργατικού δυναμικού ηλικίας 20-34 ετών που αποφοίτησε πρόσφατα από την ανώτερη δευτεροβάθμια ή την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Αυτό προφανώς οφείλεται στο υψηλό ποσοστό ανεργίας και στην απουσία σύνδεσης των προγραμμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τις ανάγκες εργασίες και την περιορισμένη πρακτική άσκηση με βάση την εργασία.
Και άντε τώρα να αλλάξει αυτή η κατάσταση…
Αναφορικά με την κατάταξη του Ευρωπαϊκού Δείκτη Δεξιοτήτων, τον οποίο καταρτίζει το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (CEDEFOP), η Ελλάδα, μεταξύ των 28 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βρίσκεται στην καθόλου τιμητικη τελευταία θέση παρέα με την Ισπανία.
Η τελευταία θέση εξηγείται ως εξής: Ναι μεν η χώρα μας έχει υψηλό ποσοστό στην εκπαίδευση, το επίπεδο των δεξιοτήτων που χαρακτηρίζουν το ανθρώπικο δυναμικό παραμένει χαμηλό. Αυτές είναι συνέπειες που αποκαλύφθηκαν πιο έντονα από την κρίση και προφανώς έχουν ανασταλτικό παράγοντα στην ανάκαμψη και βελτίωση της ελληνικής οικονομίας.
Και ακόμη και αν μέρος του ανθρώπινου δυναμικού διαθέτει δεξιότητες, αυτές δεν έχουν σχέση με τις ανάγκες της αγοράς εργασιας, κάτι που σημαίνει ότι υπάρχει χαμηλή παραγωγικότητα, σπατάλη πόρων και δυστυχισμένοι εργαζόμενοι.
Όσον αφορά την κατάταξη, σε μία κλίμακα από 1-100 (όπου 100 η καλύτερη επίδοση), η Ελλάδα έχει μόλις 23 βαθμούς. Από την εξέταση των επιμέρους δεικτών φαίνεται ακόμα πιο έντονα το κενό στη συνεχή κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού και η μεγάλη απόκλιση ανάμεσα στις υφιστάμενες δεξιότητες και στις πραγματικές ανάγκες των επιχειρήσεων.
Στο κομμάτι του υψηλού ποσοστού στην εκπαίδευση, η χώρα μας επιτυγχάνει την υψηλότερη βαθμολογία (76 βαθμούς), αλλά βαθμολογείται με 0 στον δείκτη προσόντων.
Αυτό σχετίζεται και με τη διαχρονική απαξίωση από την πολιτεία και την ελληνική κοινωνία της δευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (όπως αυτή εφαρμόζεται με τον θεσμό των Επαγγελματικών Λυκείων – ΕΠΑΛ), ταυτόχρονα με την απουσία ενημέρωσης για τις προοπτικές των τεχνικών επαγγελμάτων. Ακόμη και σήμερα μεγάλη μερίδα των ελληνικών οικογενειών θέλει τα παιδιά να γίνονται γιατροί και δικηγόροι.
Βαθμό 0 παίρνει η Ελλάδα και ως προς τον δείκτη απασχόλησης εργατικού δυναμικού ηλικίας 20-34 ετών που αποφοίτησε πρόσφατα από την ανώτερη δευτεροβάθμια ή την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Αυτό προφανώς οφείλεται στο υψηλό ποσοστό ανεργίας και στην απουσία σύνδεσης των προγραμμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τις ανάγκες εργασίες και την περιορισμένη πρακτική άσκηση με βάση την εργασία.
Και άντε τώρα να αλλάξει αυτή η κατάσταση…
το είδαμε neopolis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου