Η πρόβλεψη της πληθυσμιακής εξέλιξης για κάθε χώρα ξεχωριστά αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο είναι πολύ χρήσιμη για κυβερνήσεις, οργανισμούς και επιχειρήσεις.
Οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τις προβλέψεις της δημογραφικής εξέλιξης για τον καθορισμό των πολιτικών δημόσιας υγείας, κοινωνικής ασφάλισης, των εκπαιδευτικών αναγκών αλλά και για των γεωπολιτικών στρατηγικών τους. Αντίστοιχα, οι επιχειρήσεις που πραγματοποιούν μακροπρόθεσμες επενδύσεις, όπως είναι οι φαρμακοβιομηχανίες ή οι επιχειρήσεις του κατασκευαστικού τομέα χρησιμοποιούν δημογραφικά δεδομένα για τον καθορισμό της στρατηγικής τους.
Ο κύριος πάροχος προβλέψεων για την εξέλιξη του πληθυσμού και της σύστασής του είναι το Τμήμα Πληθυσμού της Γραμματείας των Ηνωμένων Εθνών, που παρέχει στοιχεία ανά 5ετίες που αφορούν σε μακροχρόνιο ορίζοντα. Πρόσφατα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Lancet (14 Ιουλίου 2020) μια μελέτη που προβλέπει την πληθυσμιακή εξέλιξη σε 195 χώρες του πλανήτη ως το 2100. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής, Μιχάλης Λιόντος, Ευστάθιος Καστρίτης, Αναπληρωτής Καθηγητής και Θάνος Δημόπουλος, Καθηγητής Θεραπευτικής και Πρύτανης ΕΚΠΑ, συνοψίζουν τα ευρήματα αυτής της μελέτης. Η ιδιαιτερότητα της μελέτης είναι ότι χρησιμοποιεί μοντέρνα στατιστικά μοντέλα για τη θνητότητα, τη γονιμότητα αλλά και για την μετανάστευση για να προβλέψει με μεγαλύτερη ακρίβεια την εξέλιξη του πληθυσμού. Βασικό στοιχείο αυτού του μοντέλου είναι ότι προβλέπει την εξέλιξη του δείκτη γονιμότητας με βάση τις μεταβολές στο επίπεδο της εκπαίδευσης των γυναικών αλλά και το ποσοστό των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας που έχουν πρόσβαση σε μεθόδους αντισύλληψης. Και οι δύο αυτοί παράγοντες συνδέονται αντίστροφα με τον δείκτη γονιμότητας, συνεπώς χώρες με προηγμένα συστήματα εκπαίδευσης και κοινωνική ωρίμανση που επιτρέπει την ελεύθερη πρόσβαση σε μεθόδους αντισύλληψης έχουν χαμηλό δείκτη γονιμότητας.
Στο πλαίσιο αυτό, στον ανεπτυγμένο κόσμο, ο δείκτης γονιμότητας του πληθυσμού είναι κάτω από 2.1, δηλαδή αντιστοιχούν λιγότερα από 2 παιδιά σε κάθε ζευγάρι. Επομένως, ο πληθυσμός στη Δυτική Ευρώπη, τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, την Αυστραλία και την Κίνα έχει αρχίσει να μειώνεται και αυτό θα συνεχίσει να συμβαίνει μέχρι το τέλος του αιώνα. Καθώς το βιοτικό επίπεδο βελτιώνεται παγκοσμίως, η πτώση του δείκτη γονιμότητας αναμένεται να γενικευθεί τα επόμενα χρόνια στις περισσότερες χώρες του κόσμου, και υπολογίζεται με βάση τα διάφορα σενάρια ότι σε παγκόσμιο επίπεδο θα πέσει κάτω από το επίπεδο του 2.1 μεταξύ του 2025 και του 2034, φτάνοντας στο κατώτερο σημείο του 1.36 στο μέσο του αιώνα περίπου και κατόπιν, καθώς αναμένεται να αυξηθεί και η ηλικία τεκνοποίησης, θα φτάσει το 1.52 προς το τέλος του αιώνα. Έτσι υπολογίζεται ότι ο πληθυσμός του πλανήτη θα φτάσει στο μέγιστο αριθμό των 9.7 δισεκατομμυρίων ανθρώπων το 2064 για να υποχωρήσει στα 8.8 δισεκατομμύρια το 2100, με βάση τα μεσοσταθμισμενα σενάρια, αλλά αναλόγως του σεναρίου που λαμβάνεται υπόψιν μπορεί κυμαίνεται από 6.9 έως 13.6 δισεκατομμύρια. Ισχυρά μεταναστευτικά ρεύματα θα υπάρχουν προς τις ΗΠΑ, την Κίνα, την Ινδία και σε σχετική αναλογία και προς την Τουρκία, τον Καναδά και τις Σκανδιναβικές χώρες, τα οποία θα παίξουν σημαντικό ρολό στην πληθυσμιακή αύξηση και στην οικονομική ανάπτυξη, ειδικά σε ανεπτυγμένες οικονομίες.
Η πτώση του δείκτη γονιμότητας συνοδεύεται με αντίστοιχη μείωση της θνησιμότητας. Έτσι, το προσδόκιμο επιβίωσης θα κυμανθεί περί τα 80 έτη και για τα δύο φύλα παγκοσμίως, με μεγάλες αποκλίσεις όμως από χώρα σε χώρα. Το 2100 υπολογίζεται ότι το προσδόκιμο επιβίωσης θα είναι κάτω από τα 75 έτη, μόνο σε 10 χώρες του κόσμου, οι επτά από τις οποίες βρίσκονται στην Υποσαχάρια Αφρική. Η γήρανση του πληθυσμού που διαρκώς επιταχύνεται αντικατοπτρίζεται στην αναστροφή της ηλικιακής πυραμίδας που το 2100 θα χαρακτηρίζει τον παγκόσμιο πληθυσμό και όχι μεμονωμένες χώρες όπως τώρα. Η μέση ηλικία του παγκόσμιου πληθυσμού αναμένεται να αυξηθεί από τα 32.6 έτη το 2017 στα 46.2 έτη το 2100 ώστε στο τέλος του αιώνα περίπου 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι θα είναι ηλικίας μεγαλύτερης των 80 ετών (από 141 εκατομμύρια το 2017). Επίσης η εξέλιξη του εργατικού δυναμικού φαίνεται να ακολουθεί μια πορεία όπου αυτό θα μειώνεται σημαντικά σε χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία και θα αυξάνεται σε χώρες όπως η Νιγηρία. Σε χώρες με ισχυρά μεταναστευτικά ρεύματα, όπως οι ΗΠΑ, το εργατικό δυναμικό θα παραμείνει περίπου σταθερό. Εάν δεν υπάρξουν αλλαγές στην συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό (δηλαδή μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών και των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας) τότε αναμένεται ότι η αναλογία μη-εργαζομένων προς εργαζόμενους θα αυξηθεί από 0.8 σε 1.16, το οποίο θα έχει και συνέπειες στα ασφαλιστικά συστήματα και τα συστήματα πρόνοιας των περισσοτέρων χωρών.
Η Ελλάδα δυστυχώς χαρακτηρίζεται με έναν από τους 5 χαμηλότερους δείκτες γονιμότητας παγκοσμίως και η κατάσταση εκτιμάται ότι θα επιδεινωθεί ως το τέλος του αιώνα. Χαρακτηριστικά ο δείκτης γονιμότητας ήταν 2017 στο 1.42 και αναμένεται να ελαττωθεί στο 1.29 στο μέσο του αιώνα και στο 1.19 στο τέλος του. Στο πλαίσιο αυτό, η μελέτη προβλέπει ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας θα μειωθεί το 2100 σε περίπου 5.5 εκατομμύρια ενώ σε πιο απαισιόδοξα σενάρια στα 4.5 εκατομμύρια. Ανάλογη ελάττωση του πληθυσμού προβλέπεται για χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Μείωση θα παρουσιάσουν και άλλες χώρες της Ευρώπης, με εξαίρεση τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Σκανδιναβικές χώρες. Αντίθετα, σημαντική αναμένεται η αύξηση του πληθυσμού στη γειτονική Τουρκία που αναμένεται να ξεπεράσει τα 100 εκατομμύρια το 2100. Αναφορικά, με τις μεγαλύτερες πληθυσμιακά χώρες το 2100, τα πρωτεία θα έχει η Ινδία που παρά τη μείωση του πληθυσμού της θα έχει περίπου 1 δισεκατομμύρια κατοίκους, ακολουθούμενη από την Νιγηρία που θα έχει περίπου 750 εκατομμύρια κατοίκους. Η Κίνα θα είναι πλέον η τρίτη πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου με πληθυσμό περίπου 700 εκατομμυρίων. Με βάση τα παραπάνω στοιχεία αναμένονται μεγάλες ανακατατάξεις στα πληθυσμιακά μεγέθη αλλά και την οικονομική ισχύ πολλών χωρών. Έτσι οι παραδοσιακές οικονομικές δυνάμεις θα πλαισιώνονται ως το τέλος του αιώνα από χώρες όπως η Νιγηρία, οι Φιλιππίνες, η Ινδονησία, το Ιράκ και η Αίγυπτος. Η Τουρκία αναμένεται να είναι η ένατη χώρα σε επίπεδο ΑΕΠ παγκοσμίως στο μέσο του αιώνα. Αντίθετα, παραδοσιακές δυνάμεις όπως η Ισπανία, η Σαουδική Αραβία και η Ελβετία θα βρίσκονται εκτός των 25 πλουσιότερων χωρών του κόσμου. Η Κίνα θα βρεθεί στην κορυφή της λίστας των χωρών με το υψηλότερο ΑΕΠ περίπου το 2050 , όμως καθώς ο πληθυσμός της θα μειώνεται , οι ΗΠΑ θα ξαναβρεθούν στην κορυφή, καθώς θα έχουν περίπου σταθεροποιήσει τον πληθυσμό τους. Χώρες που αναμένεται ότι θα βελτιώσουν την θέση τους στην κατάταξη κυρίως μέσω της εισροής μεταναστευτικών ρευμάτων αναμένεται να είναι η Αυστραλία και το Ισραήλ.
Είναι προφανές ότι η δημογραφική εξέλιξη είναι ένα από τα σημαντικότερα στοιχήματα της ανθρωπότητας για το μέλλον. Κατ’ αρχήν οι πληθυσμιακές μεταβολές είναι αναμενόμενο ότι θα διαταράξουν τις γεωπολιτικές ισορροπίες και στο πλαίσιο αυτό το δημογραφικό πρόβλημα αφορά ιδιαίτερα την πατρίδα μας. Επιπλέον η αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης θα αλλάξει τα δεδομένα των παραδοσιακών εργασιακών και ασφαλιστικών σχέσεων, αλλά και τα θέματα εκπαίδευσης και δημόσιας υγείας. Επομένως, είναι κατανοητή η σημαντικότητα των προβλέψεων που προκύπτουν από τέτοια μοντέλα για τον σχεδιασμό πολιτικών από κράτη και οργανισμούς ώστε να διατηρηθεί βιώσιμη ανάπτυξη στα χρόνια που έρχονται.
Οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τις προβλέψεις της δημογραφικής εξέλιξης για τον καθορισμό των πολιτικών δημόσιας υγείας, κοινωνικής ασφάλισης, των εκπαιδευτικών αναγκών αλλά και για των γεωπολιτικών στρατηγικών τους. Αντίστοιχα, οι επιχειρήσεις που πραγματοποιούν μακροπρόθεσμες επενδύσεις, όπως είναι οι φαρμακοβιομηχανίες ή οι επιχειρήσεις του κατασκευαστικού τομέα χρησιμοποιούν δημογραφικά δεδομένα για τον καθορισμό της στρατηγικής τους.
Ο κύριος πάροχος προβλέψεων για την εξέλιξη του πληθυσμού και της σύστασής του είναι το Τμήμα Πληθυσμού της Γραμματείας των Ηνωμένων Εθνών, που παρέχει στοιχεία ανά 5ετίες που αφορούν σε μακροχρόνιο ορίζοντα. Πρόσφατα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Lancet (14 Ιουλίου 2020) μια μελέτη που προβλέπει την πληθυσμιακή εξέλιξη σε 195 χώρες του πλανήτη ως το 2100. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής, Μιχάλης Λιόντος, Ευστάθιος Καστρίτης, Αναπληρωτής Καθηγητής και Θάνος Δημόπουλος, Καθηγητής Θεραπευτικής και Πρύτανης ΕΚΠΑ, συνοψίζουν τα ευρήματα αυτής της μελέτης. Η ιδιαιτερότητα της μελέτης είναι ότι χρησιμοποιεί μοντέρνα στατιστικά μοντέλα για τη θνητότητα, τη γονιμότητα αλλά και για την μετανάστευση για να προβλέψει με μεγαλύτερη ακρίβεια την εξέλιξη του πληθυσμού. Βασικό στοιχείο αυτού του μοντέλου είναι ότι προβλέπει την εξέλιξη του δείκτη γονιμότητας με βάση τις μεταβολές στο επίπεδο της εκπαίδευσης των γυναικών αλλά και το ποσοστό των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας που έχουν πρόσβαση σε μεθόδους αντισύλληψης. Και οι δύο αυτοί παράγοντες συνδέονται αντίστροφα με τον δείκτη γονιμότητας, συνεπώς χώρες με προηγμένα συστήματα εκπαίδευσης και κοινωνική ωρίμανση που επιτρέπει την ελεύθερη πρόσβαση σε μεθόδους αντισύλληψης έχουν χαμηλό δείκτη γονιμότητας.
Στο πλαίσιο αυτό, στον ανεπτυγμένο κόσμο, ο δείκτης γονιμότητας του πληθυσμού είναι κάτω από 2.1, δηλαδή αντιστοιχούν λιγότερα από 2 παιδιά σε κάθε ζευγάρι. Επομένως, ο πληθυσμός στη Δυτική Ευρώπη, τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, την Αυστραλία και την Κίνα έχει αρχίσει να μειώνεται και αυτό θα συνεχίσει να συμβαίνει μέχρι το τέλος του αιώνα. Καθώς το βιοτικό επίπεδο βελτιώνεται παγκοσμίως, η πτώση του δείκτη γονιμότητας αναμένεται να γενικευθεί τα επόμενα χρόνια στις περισσότερες χώρες του κόσμου, και υπολογίζεται με βάση τα διάφορα σενάρια ότι σε παγκόσμιο επίπεδο θα πέσει κάτω από το επίπεδο του 2.1 μεταξύ του 2025 και του 2034, φτάνοντας στο κατώτερο σημείο του 1.36 στο μέσο του αιώνα περίπου και κατόπιν, καθώς αναμένεται να αυξηθεί και η ηλικία τεκνοποίησης, θα φτάσει το 1.52 προς το τέλος του αιώνα. Έτσι υπολογίζεται ότι ο πληθυσμός του πλανήτη θα φτάσει στο μέγιστο αριθμό των 9.7 δισεκατομμυρίων ανθρώπων το 2064 για να υποχωρήσει στα 8.8 δισεκατομμύρια το 2100, με βάση τα μεσοσταθμισμενα σενάρια, αλλά αναλόγως του σεναρίου που λαμβάνεται υπόψιν μπορεί κυμαίνεται από 6.9 έως 13.6 δισεκατομμύρια. Ισχυρά μεταναστευτικά ρεύματα θα υπάρχουν προς τις ΗΠΑ, την Κίνα, την Ινδία και σε σχετική αναλογία και προς την Τουρκία, τον Καναδά και τις Σκανδιναβικές χώρες, τα οποία θα παίξουν σημαντικό ρολό στην πληθυσμιακή αύξηση και στην οικονομική ανάπτυξη, ειδικά σε ανεπτυγμένες οικονομίες.
Η πτώση του δείκτη γονιμότητας συνοδεύεται με αντίστοιχη μείωση της θνησιμότητας. Έτσι, το προσδόκιμο επιβίωσης θα κυμανθεί περί τα 80 έτη και για τα δύο φύλα παγκοσμίως, με μεγάλες αποκλίσεις όμως από χώρα σε χώρα. Το 2100 υπολογίζεται ότι το προσδόκιμο επιβίωσης θα είναι κάτω από τα 75 έτη, μόνο σε 10 χώρες του κόσμου, οι επτά από τις οποίες βρίσκονται στην Υποσαχάρια Αφρική. Η γήρανση του πληθυσμού που διαρκώς επιταχύνεται αντικατοπτρίζεται στην αναστροφή της ηλικιακής πυραμίδας που το 2100 θα χαρακτηρίζει τον παγκόσμιο πληθυσμό και όχι μεμονωμένες χώρες όπως τώρα. Η μέση ηλικία του παγκόσμιου πληθυσμού αναμένεται να αυξηθεί από τα 32.6 έτη το 2017 στα 46.2 έτη το 2100 ώστε στο τέλος του αιώνα περίπου 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι θα είναι ηλικίας μεγαλύτερης των 80 ετών (από 141 εκατομμύρια το 2017). Επίσης η εξέλιξη του εργατικού δυναμικού φαίνεται να ακολουθεί μια πορεία όπου αυτό θα μειώνεται σημαντικά σε χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία και θα αυξάνεται σε χώρες όπως η Νιγηρία. Σε χώρες με ισχυρά μεταναστευτικά ρεύματα, όπως οι ΗΠΑ, το εργατικό δυναμικό θα παραμείνει περίπου σταθερό. Εάν δεν υπάρξουν αλλαγές στην συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό (δηλαδή μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών και των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας) τότε αναμένεται ότι η αναλογία μη-εργαζομένων προς εργαζόμενους θα αυξηθεί από 0.8 σε 1.16, το οποίο θα έχει και συνέπειες στα ασφαλιστικά συστήματα και τα συστήματα πρόνοιας των περισσοτέρων χωρών.
Η Ελλάδα δυστυχώς χαρακτηρίζεται με έναν από τους 5 χαμηλότερους δείκτες γονιμότητας παγκοσμίως και η κατάσταση εκτιμάται ότι θα επιδεινωθεί ως το τέλος του αιώνα. Χαρακτηριστικά ο δείκτης γονιμότητας ήταν 2017 στο 1.42 και αναμένεται να ελαττωθεί στο 1.29 στο μέσο του αιώνα και στο 1.19 στο τέλος του. Στο πλαίσιο αυτό, η μελέτη προβλέπει ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας θα μειωθεί το 2100 σε περίπου 5.5 εκατομμύρια ενώ σε πιο απαισιόδοξα σενάρια στα 4.5 εκατομμύρια. Ανάλογη ελάττωση του πληθυσμού προβλέπεται για χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Μείωση θα παρουσιάσουν και άλλες χώρες της Ευρώπης, με εξαίρεση τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Σκανδιναβικές χώρες. Αντίθετα, σημαντική αναμένεται η αύξηση του πληθυσμού στη γειτονική Τουρκία που αναμένεται να ξεπεράσει τα 100 εκατομμύρια το 2100. Αναφορικά, με τις μεγαλύτερες πληθυσμιακά χώρες το 2100, τα πρωτεία θα έχει η Ινδία που παρά τη μείωση του πληθυσμού της θα έχει περίπου 1 δισεκατομμύρια κατοίκους, ακολουθούμενη από την Νιγηρία που θα έχει περίπου 750 εκατομμύρια κατοίκους. Η Κίνα θα είναι πλέον η τρίτη πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου με πληθυσμό περίπου 700 εκατομμυρίων. Με βάση τα παραπάνω στοιχεία αναμένονται μεγάλες ανακατατάξεις στα πληθυσμιακά μεγέθη αλλά και την οικονομική ισχύ πολλών χωρών. Έτσι οι παραδοσιακές οικονομικές δυνάμεις θα πλαισιώνονται ως το τέλος του αιώνα από χώρες όπως η Νιγηρία, οι Φιλιππίνες, η Ινδονησία, το Ιράκ και η Αίγυπτος. Η Τουρκία αναμένεται να είναι η ένατη χώρα σε επίπεδο ΑΕΠ παγκοσμίως στο μέσο του αιώνα. Αντίθετα, παραδοσιακές δυνάμεις όπως η Ισπανία, η Σαουδική Αραβία και η Ελβετία θα βρίσκονται εκτός των 25 πλουσιότερων χωρών του κόσμου. Η Κίνα θα βρεθεί στην κορυφή της λίστας των χωρών με το υψηλότερο ΑΕΠ περίπου το 2050 , όμως καθώς ο πληθυσμός της θα μειώνεται , οι ΗΠΑ θα ξαναβρεθούν στην κορυφή, καθώς θα έχουν περίπου σταθεροποιήσει τον πληθυσμό τους. Χώρες που αναμένεται ότι θα βελτιώσουν την θέση τους στην κατάταξη κυρίως μέσω της εισροής μεταναστευτικών ρευμάτων αναμένεται να είναι η Αυστραλία και το Ισραήλ.
Είναι προφανές ότι η δημογραφική εξέλιξη είναι ένα από τα σημαντικότερα στοιχήματα της ανθρωπότητας για το μέλλον. Κατ’ αρχήν οι πληθυσμιακές μεταβολές είναι αναμενόμενο ότι θα διαταράξουν τις γεωπολιτικές ισορροπίες και στο πλαίσιο αυτό το δημογραφικό πρόβλημα αφορά ιδιαίτερα την πατρίδα μας. Επιπλέον η αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης θα αλλάξει τα δεδομένα των παραδοσιακών εργασιακών και ασφαλιστικών σχέσεων, αλλά και τα θέματα εκπαίδευσης και δημόσιας υγείας. Επομένως, είναι κατανοητή η σημαντικότητα των προβλέψεων που προκύπτουν από τέτοια μοντέλα για τον σχεδιασμό πολιτικών από κράτη και οργανισμούς ώστε να διατηρηθεί βιώσιμη ανάπτυξη στα χρόνια που έρχονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου