Το ψυχογράφημα του 29χρονου που συνελήφθη για την αιματηρή ληστεία της Πάρου αποκαλύπτεται μέσα από το προσωπικό blog που διατηρούσε.
Δηλώνει θαυμαστής του Πάσσαρη ενώ λέει ότι από παιδί παρακολουθούσε το αστυνομικό ρεπορτάζ:
«Από παιδί παρακολουθούσα το αστυνομικό ρεπορτάζ. Τρόμαζα με τον Δημητροκάλη, γελούσα με τον Σεχίδη, εκστασιαζόμουν με την 17Ν.
Ενηλικιώθηκα με την θορυβώδη απόδραση Πάσαρη. Αργότερα έπιασα δουλειά σε ένα καφέ. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Έτσι μυήθηκα στο Έγκλημα. Το αφεντικό χτυπούσε αποδείξεις ακόμα και για το τρίτο ποτό τού κάθε πελάτη.
Το αντίθετο έλεγε είναι κλοπή! Το αφεντικό δεν μου κολλούσε ένσημα γιατί δεν έβγαινε. Το αφεντικό δεν ένοιωθε κλέφτης ούτε με τα ίδια του τα κριτήρια. Βρήκα πιο ελκυστική, την λιγότερο υποκριτική, ηθική του Πάσσαρη. Ήμουνα νέος.» έγραφε μεταξύ άλλων στο κείμενο υπό τον τίτλο «Καθημερινή ιστορία παραβατικής τρέλας» με ημερομηνία 20 Ιουλίου 2012.
Διαβάστε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«(…)Τα επόμενα βήματα μου τα έκανα μελετημένα. Έπιανα δουλειά σε καφέ, μπαρ ή εστιατόρια για καμιά εβδομάδα.
Όσο πιο κάτεργο τόσο πιο ενθουσιωδώς. Η μισθωτή σκλαβιά έπαιρνε άλλη διάσταση. Γιατί στην πραγματικότητα υποδυόμουν τον μισθωτό σκλάβο χωρίς να είμαι. Στην πραγματικότητα ήμουν σε αποστολή. Έδινα ψεύτικα στοιχεία.
Παρακολουθούσα τις κινήσεις του ταμείου. Μάθαινα που μένει το αφεντικό και τον φέρμαρα στην διαδρομή για το σπίτι του.
Μεταμφιεσμένος και με την απειλή ενός πιστολιού ρέπλικα. Έπαιρνα την άλλη μέρα τηλέφωνο και έλεγα πως κάτι οικογενειακό συνέβη και δεν μπορώ να δουλέψω για κάποιον καιρό. Φυσικά φρόντιζα να έχω πληρωθεί από πριν.
Κάθομαι στον καναπέ και αναρωτιέμαι πόσο μπορεί να κρατήσει ακόμα. Μήπως να σταματήσω για κάποιον καιρό ή μήπως να επεκταθώ και σε άλλους κλάδους. Χτυπάει το κουδούνι. Το σηκώνω. Λέω: ναι; Μου λέει αστυνομία ανοίξτε.
Κοκαλώνω. Δεν ανοίγω. Ντύνομαι και περιμένω. Έφτασε η στιγμή σκέφτομαι. Την έχω προβάλει εκατομμύρια φορές στη φαντασία μου κι όμως τώρα που συμβαίνει είναι εντελώς διαφορετικά. Πηγαίνω στο ματάκι της πόρτας να παρακολουθήσω την έφοδο των μπάτσων.
Παρακολουθώ από το ματάκι της πόρτας όση ώρα προσπαθώ να μαντέψω για ποια υπόθεση με ξεβούλωσαν. Υποψιάζομαι για όλες.
Σύμφωνα με το mondus operandi την έχω πουτσίσει. Κάνω πρόχειρους υπολογισμούς για το πόσα χρόνια θα κάτσω, για το ποιοι φίλοι θα μου λείψουν αλλά και για το ποιους θα συναντήσω στο μακρινό ταξίδι που ξεκινάω στις ελληνικές φυλακές.
Περιμένω με αγωνία και τα γόνατα μου δεν με κρατάνε εύκολα. Δεν είναι ακριβώς φόβος. Είναι δέος απέναντι στην μεγάλη μου στιγμή. Ρίχνω το βάρος μου στην πόρτα και προσπαθώ να μην ακούω την καρδιά μου που χτυπάει σαν μπάσο σε αμάξι κάγκουρα.
Βλέπω το ασανσέρ που έρχεται σαν κομήτης με την όπισθεν. Πρώτα το φως. Ανοίγει η πόρτα και οι μπάτσοι κάνουν έφοδο στο διπλανό διαμέρισμα. Τους μαλάκες σκέφτομαι. Λάθος κάνανε! Βρε λες να την κοπανήσω από τις σκάλες;
Προλαβαίνω. Φαντάσου φιάσκο. Κοιτάω με περιέργεια. Ακούω φωνές. Φωνές άγριες. Το έντερο μου παραλύει. Δεν πάω πουθενά. Ότι είναι να γίνει ας γίνει. Έκπληκτος βλέπω να κουβαλάν δεμένο πισθάγκωνα τον γείτονα. Μια ανωμαλόφατσα. Και από πίσω έναν πιτσιρίκο μαθητή γυμνασίου. Και οι δυο με τα σώβρακα.
Ο γείτονας έχει λιπαρή άσπρη επιδερμίδα και μια κοιλάρα που ξεχειλίζει από το φανελάκι του. Σκέφτομαι: μωρή ανωμαλόπουστα έφηβους πηδάς, δεν μπορείς να φροντίσεις τουλάχιστον το κορμί σου; Και ξεφυσάω ανακουφισμένος».
Δηλώνει θαυμαστής του Πάσσαρη ενώ λέει ότι από παιδί παρακολουθούσε το αστυνομικό ρεπορτάζ:
«Από παιδί παρακολουθούσα το αστυνομικό ρεπορτάζ. Τρόμαζα με τον Δημητροκάλη, γελούσα με τον Σεχίδη, εκστασιαζόμουν με την 17Ν.
Ενηλικιώθηκα με την θορυβώδη απόδραση Πάσαρη. Αργότερα έπιασα δουλειά σε ένα καφέ. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Έτσι μυήθηκα στο Έγκλημα. Το αφεντικό χτυπούσε αποδείξεις ακόμα και για το τρίτο ποτό τού κάθε πελάτη.
Το αντίθετο έλεγε είναι κλοπή! Το αφεντικό δεν μου κολλούσε ένσημα γιατί δεν έβγαινε. Το αφεντικό δεν ένοιωθε κλέφτης ούτε με τα ίδια του τα κριτήρια. Βρήκα πιο ελκυστική, την λιγότερο υποκριτική, ηθική του Πάσσαρη. Ήμουνα νέος.» έγραφε μεταξύ άλλων στο κείμενο υπό τον τίτλο «Καθημερινή ιστορία παραβατικής τρέλας» με ημερομηνία 20 Ιουλίου 2012.
Διαβάστε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«(…)Τα επόμενα βήματα μου τα έκανα μελετημένα. Έπιανα δουλειά σε καφέ, μπαρ ή εστιατόρια για καμιά εβδομάδα.
Όσο πιο κάτεργο τόσο πιο ενθουσιωδώς. Η μισθωτή σκλαβιά έπαιρνε άλλη διάσταση. Γιατί στην πραγματικότητα υποδυόμουν τον μισθωτό σκλάβο χωρίς να είμαι. Στην πραγματικότητα ήμουν σε αποστολή. Έδινα ψεύτικα στοιχεία.
Παρακολουθούσα τις κινήσεις του ταμείου. Μάθαινα που μένει το αφεντικό και τον φέρμαρα στην διαδρομή για το σπίτι του.
Μεταμφιεσμένος και με την απειλή ενός πιστολιού ρέπλικα. Έπαιρνα την άλλη μέρα τηλέφωνο και έλεγα πως κάτι οικογενειακό συνέβη και δεν μπορώ να δουλέψω για κάποιον καιρό. Φυσικά φρόντιζα να έχω πληρωθεί από πριν.
Κάθομαι στον καναπέ και αναρωτιέμαι πόσο μπορεί να κρατήσει ακόμα. Μήπως να σταματήσω για κάποιον καιρό ή μήπως να επεκταθώ και σε άλλους κλάδους. Χτυπάει το κουδούνι. Το σηκώνω. Λέω: ναι; Μου λέει αστυνομία ανοίξτε.
Κοκαλώνω. Δεν ανοίγω. Ντύνομαι και περιμένω. Έφτασε η στιγμή σκέφτομαι. Την έχω προβάλει εκατομμύρια φορές στη φαντασία μου κι όμως τώρα που συμβαίνει είναι εντελώς διαφορετικά. Πηγαίνω στο ματάκι της πόρτας να παρακολουθήσω την έφοδο των μπάτσων.
Παρακολουθώ από το ματάκι της πόρτας όση ώρα προσπαθώ να μαντέψω για ποια υπόθεση με ξεβούλωσαν. Υποψιάζομαι για όλες.
Σύμφωνα με το mondus operandi την έχω πουτσίσει. Κάνω πρόχειρους υπολογισμούς για το πόσα χρόνια θα κάτσω, για το ποιοι φίλοι θα μου λείψουν αλλά και για το ποιους θα συναντήσω στο μακρινό ταξίδι που ξεκινάω στις ελληνικές φυλακές.
Περιμένω με αγωνία και τα γόνατα μου δεν με κρατάνε εύκολα. Δεν είναι ακριβώς φόβος. Είναι δέος απέναντι στην μεγάλη μου στιγμή. Ρίχνω το βάρος μου στην πόρτα και προσπαθώ να μην ακούω την καρδιά μου που χτυπάει σαν μπάσο σε αμάξι κάγκουρα.
Βλέπω το ασανσέρ που έρχεται σαν κομήτης με την όπισθεν. Πρώτα το φως. Ανοίγει η πόρτα και οι μπάτσοι κάνουν έφοδο στο διπλανό διαμέρισμα. Τους μαλάκες σκέφτομαι. Λάθος κάνανε! Βρε λες να την κοπανήσω από τις σκάλες;
Προλαβαίνω. Φαντάσου φιάσκο. Κοιτάω με περιέργεια. Ακούω φωνές. Φωνές άγριες. Το έντερο μου παραλύει. Δεν πάω πουθενά. Ότι είναι να γίνει ας γίνει. Έκπληκτος βλέπω να κουβαλάν δεμένο πισθάγκωνα τον γείτονα. Μια ανωμαλόφατσα. Και από πίσω έναν πιτσιρίκο μαθητή γυμνασίου. Και οι δυο με τα σώβρακα.
Ο γείτονας έχει λιπαρή άσπρη επιδερμίδα και μια κοιλάρα που ξεχειλίζει από το φανελάκι του. Σκέφτομαι: μωρή ανωμαλόπουστα έφηβους πηδάς, δεν μπορείς να φροντίσεις τουλάχιστον το κορμί σου; Και ξεφυσάω ανακουφισμένος».
πηγή:enikos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου