Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

Ταινία η ζωή του δραπέτη Κ.Σαμαρά

Πώς μία πιτσιρίκα των Εξαρχείων σηματοδότησε τη μεγάλη επιστροφή στην παρανομία του διαβόητου «Ζαρανίκα» με ένα περίεργο περιστατικό σε πολυκατάστημα στο Μοσχάτο. Ποιος είναι ο φιλόσοφος – συγγραφέας που γαλουχήθηκε με αντεξουσιαστικές ιδέες, αλλά έγινε θρύλος για τις ένοπλες ληστείες του.

Ο δάσκαλος των Παλαιοκωσταίων με τις 100 ληστείες, τα 16 χρόνια φυλάκισης, τις πέντε κινηματογραφικές αποδράσεις και ο κώδικας τιμής του να μη ληστέψει ποτέ σπίτι και να μη βάψει τα χέρια του με αίμα.

Mοσχάτο, ώρα 10 το πρωί της περασμένης Δευτέρας. Πάνοπλοι αστυνομικοί της ομάδας ΔΙ.ΑΣ. κυνηγούν έναν «παλαβό» μεσήλικα που, ζωσμένος με εκρηκτικά, απειλεί να τινάξει το κατάστημα παιχνιδιών «Jumpo» στον αέρα.

Τον στριμώχνουν στο πορτμπαγκάζ του παλιού ανθρακί Renault και τη στιγμή που πάνε να του φορέσουν χειροπέδες, με σταθερή φωνή τους ψιθυρίζει:

«ΟΚ, παιδιά, ο Κώστας ο Σαμαράς είμαι...». Στους νεαρούς αστυνομικούς το όνομα αυτό δεν έλεγε πολλά. Ή, μάλλον, παρέπεμπε σε ευυπόληπτου» και επιφανέστερου» κατόχους του ίδιου επιθέτου. Αργότερα, όταν τον μετέφεραν στη σήμανση, έμαθαν ότι ο τύπος με τα μαϊμού εκρηκτικά που πήδαγε σαν κατσίκι από αυτοκίνητο σε αυτοκίνητο ήταν ένας ζωντανός θρύλος , της παρανομίας: ο διαβόητος «Ζαρανίκας», διαρρήκτης, ληστής τραπεζών, μέντορας των αδερφών Παλαιοκώστα και πολυδραπέτης» με πέντε απόπειρες και πέντε κινηματογραφικές αποδράσει» στο ενεργητικό του.

Με πάνω από 100 ληστείες, με 66 δικαστικές αποφάσεις εις βάρος του, με τουλάχιστον 25 χρόνια εμπλοκής στην παρανομία, αλλά και 16 συνολικά χρόνια εγκλεισμού στις ελληνικές φυλακές. Ένας ποινικός που έχει ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του φλερτάροντας έντονα με τον κίνδυνο και τον εθισμό στη ρουτίνα της «επαγγελματικής» παραβατικότητας. Ταυτόχρονα, ο ίδιος άνθρωπος που έχει κάνει ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, έχει γράψει ένα βιβλίο, έχει βραβευτεί από το υπουργείο Δικαιοσύνης, ετοιμάζεται να πάρει το πτυχίο του από το ΤΕΙ, ασχολείται με τη φωτογραφία, ενώ η ζωή του θα γίνει ταινία.

Το πώς ο «φιλόσοφος» ληστής, που ντύνει με έναν αντεξουσιαστικό μανδύα τις έκνομες δραστηριότητές του, έφτασε στο σημείο να κοιμάται στο πορτμπαγκάζ ενός παλιού αυτοκινήτου, αλλά και το τι ενδεχομένως ετοίμαζε στο Μο¬σχάτο παραμένει μυστήριο. Τα παλιά κουτάκια που μεταμφίεσε σε δήθεν εκρηκτικά και τα πέρασε στη μέση του είπε στους αστυνομικούς πως τα είχε για λόγους άμυνας. Φοβήθηκε μην τον στριμώξουν. Δεν διευκρίνισε όμως ούτε ποιοι, ούτε γιατί. Τον τελευταίο καιρό ο Σαμαράς, έπειτα από πολλά χρόνια ηρεμίας, ζούσε και πάλι με την αδρεναλίνη στο κόκκινο. Στα 53 του πλέον και με προβλήματα υγείας, αφού αναγκάζεται να παίρνει ένα χάπι την ημέρα για να ρίξει την υψηλή του πίεση, μοιάζει να επιστρέφει στην παλιά του κλίση, του «ζην επικινδύνως». Αυτή τη «μεγαλύτερη χαρά της ύπαρξης», το ζην επικινδύνως, στις παρυφές του ηφαιστείου. Χτίστε τις πόλεις στον Βεζούβιο! Στείλτε τα πλοία σα» σε ανεξερεύνητες θάλασσες! Ζήστε σε πόλεμο με τους όμοιους σας και με τον εαυτό σας», όπως παρότρυνε ο Φρίντριχ Νίτσε, ο μηδενιστής φιλόσοφος που σημάδεψε στα νιάτα του τον Κώστα Σαμαρά.

Και τώρα, για άλλη μια φορά, μεσήλικας πια να παραβιάζει σαν πρωτάρης τους περιοριστικούς του όρους, να μπλέκει ριψοκίνδυνα με μικροκλοπές αυτοκινήτων, να παίζει αδέξια κυνηγητό με τους διώκτες του, να παρασύρεται σαν έφηβος από τον έρωτα. Και τώρα πάλι μπλεγμένος με τον νόμο. ΓΑΔΑ, κρατητήρια, Εισαγγελία, μεταγωγές. Δουλειές γνωστές, φθαρμένες από την επανάληψη, μπελαλίδικες.

Όμως υπάρχει ένας σεβασμός απέναντι του ακόμη και από τους διώκτες του, καθώς μια περίεργη οικειότητα τον συνδέει με τους αστυνομικούς που τον συνοδεύουν. Ίσως από νοσταλγία για ένα κάλπικο νόμισμα που Ξαναμπαίνει στην κυκλοφορία. Μάλλον, όμως, γιατί δεν πρόκειται για έναν συνηθισμένο ποινικό, αλλά έναν από τους τελευταίους μεγάλους παρανόμους, που τυλιγόταν από μια αύρα ρομαντισμού. Που λειτουργούσε με κάποιους κώδικες αναστολών, σεβόταν καταστάσεις, αναλάμβανε ευθύνες. Ο ίδιος έχει πει πολλές φορές ότι δεν θα έμπαινε ποτέ να ληστέψει σπίτι, γιατί αυτός ο χώρος είναι άβατο. Πολλά από τα αυτοκίνητα που «βούταγε» τα επέστρεφε ή προσπαθούσε να τα επιστρέψει στους κατόχους τους, ενώ ποτέ δεν «χτύπαγε» πρόσωπα, αλλά μόνο καταστήματα και τράπεζες. Και, φυσικά, δεν έχει βάψει ποτέ τα χέρια του με αίμα.

Ο Κώστας Σαμαράς υπήρξε ένα χαρισματικό αλλά ανήσυχο παιδί. Γεννημένος στα τέλη της δεκαετίας του '50 στα Τρίκαλα, μεγάλωσε σε μια παραδοσιακή οικογένεια της δεκαετίας του '50. «Από μάνα βλάχα και πατέρα καραγκούνη», όπως ο ίδιος λέει. Ο πατέρας του Βαγγέλης ήταν οικοδόμος και την εποχή της μεγάλης οικοδομικής ανάπτυξης μετακόμισε στην Αθήνα, καθώς στην πρωτεύουσα υπήρχαν πολλές δουλειές και υψηλά μεροκάματα. Ο μικρός Κώστας, με ταλέντο στη ζωγραφική και τη φωτογραφία, άρχισε από τον «σωστό» δρόμο, όπως έλεγε, αλλά προβληματίστηκε όταν έπεσαν στα χέρια του κάτι «περίεργα» βιβλία. Ο «Πεταλούδας» του Ανρί Καριέρ, που κυκλοφόρησε γύρω στο 70, ήταν από τα πρώτα ερεθίσματα για μια ζωή που θα σημαδευόταν από παραβίαση κανόνων και περιορισμών. «Ο κίνδυνος σε φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με τα όρια σου», είχε κάποτε εξομολογηθεί.

Κάπου εκεί έκανε την επανάσταση του, πρώτα στο σπίτι, μετά στη γειτονιά, κατόπιν στην κοινωνία. Τα μουσικά κινήματα της εποχής τον αγριεύουν και αρχίζει να χτίζει έναν ατίθασο εαυτό. Άκουγε ροκ και πανκ μουσική και προσπάθησε να μάθει ντραμς. Δεν τα κατάφερε. Αντί να χτυπάει τα τύμπανα, «χτύπησε» ένα πολυκατάστημα. Η πρώτη φορά που άπλωσε το χέρι και έκλεψε ήταν κάτι μικροπράγματα από το «Μινιόν». Μπήκε στο εύκολο λούκι. Ακολούθησαν παρόμοιες «βούτες», διαρρήξεις σε γραφεία, καταστήματα, αυτοκίνητα. Ξέφευγε. Την ίδια εποχή διάβαζε όποιο βιβλίο πέφτει στα χέρια του. Νίτσε και Ντοστογιέφσκι, όπως τους αντιλαμβάνεται, χαράζουν νέο προορισμό στο σύστημα πλοήγησής του. Από τους αντιφατικούς ήρωες του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα διαλέγει τις ατάκες που πιστεύει ότι του ταιριάζουν. «Όταν παίζεις ένα παιχνίδι που σε κάνει να μη σκέφτεσαι τις συνέπειες της ήττας, τότε αξίζει τον κόπο και να καείς», λέει κάπου ο Σαμαράς, απεκδυόμενος ενδεχόμενες τύψεις ως απόρροια της παρανομίας του. Κακοχωνεμένος Ρασκόλνικοφ από το «Έγκλημα και τιμωρία».

Εκπαιδεύοντας τους αδελφούς Παλαιοκώστα
Στα Τρίκαλα, την ιδιαίτερη πατρίδα του, πήγαινε συχνά. Με τον αέρα του πρωτευουσιάνου, το λέγειν και την κουλτούρα από τα βιβλία που διάβαζε, όλα αυτά τον έκαναν κεντρικό πρόσωπο στα στέκια της επαρχιακής πόλης.

Ένα βράδυ, σε ένα μπαράκι που έπαιζε ροκ μουσική, συναντά έναν κοντούλη πιτσιρικά με επαρχιώτικη προφορά και πονηρά σπινθηροβόλα μάτια. Τον έλεγαν Νίκο Παλαιοκώστα. Ο μεγαλύτερος από τα δύο αδέρφια, ο «βλάχος», όπως τον αποκαλούσε πάντοτε ο Κώστας Σαμαράς. Οι δύο τους έδεσαν. Έγιναν φίλοι κολλητοί και σχεδόν αμέσως συνεργάτες στις παράνομες δουλειές. Αρχάριοι, αλλά με μεγάλο ταλέντο στα ξαφρίσματα, «χτύπαγαν» συνήθως μαγαζιά και αυτοκίνητα για να εντυπωσιάζουν τις πιτσιρίκες της περιοχής. Ο Παλαιοκώστας τον ακούει και υπακούει στις εντολές του Σαμαρά σαν να είναι ο μικρότερος αδερφός.

Σιγά-σιγά το δίδυμο αναβαθμίζει το επιχειρησιακό του modus operandi και ξεκινά τα «χτυπήματα» σε μεγάλα κοσμηματοπωλεία. Όλα πήγαιναν καλά, βολικά, αποδοτικά. Στο κόλπο μπαίνει και ο Βενιαμίν Παλαιοκώστας, ο Βασίλης, και η ομάδα αρχίζει σύντομα να αποκτά όνομα στην πιάτσα. Η παρέα των τριών Τρικαλινών συνεργάζεται με βαριά ονόματα της παρανομίας και χώνεται ολοένα και περισσότερο σε μεγάλες μπίζνες του υποκόσμου.

Ήταν τέτοια η αυτοπεποίθηση που είχαν αποκτήσει, ειδικότερα ως ντουέτο με τον Νίκο Παλαιοκώστα, που ακόμα και ως καταζητούμενοι κυκλοφορούσαν -χαλαροί στο κέντρο, της Αθήνας και όλη την Ελλάδα. Ο Σαμαράς, για να δείξει τις αριστοτεχνικές του ικανότητες, συνήθιζε συχνά πυκνά να αφηγείται μια συγκεκριμένη ιστορία. «Ήμασταν με τον Νίκο κοντά στην Άμφισσα με κλεμμένο αυτοκίνητο αλλά είχαμε χάσει τον δρόμο. Χωρίς να το σκεφτούμε και με απόλυτη φυσικότητα σταματήσαμε ένα περιπολικό, πλησιάσαμε τους αστυνομικούς και χωρίς να τρέχει τίποτα τους ζητήσαμε να μας δείξουν τον δρόμο»... Η αλαζονεία του ασύλληπτου.

Η σύλληψη και η πρώτη απόδραση
Το 1985, ο «Ζαρανίκας», όπως ήταν το προσωνύμιο του, συλλαμβάνεται για πρώτη φορά. Προσπαθεί να διαρρήξει ένα κατάστημα οπτικών, όμως εγκλωβίζεται στο κτίριο, ανεβαίνει στην ταράτσα και πιάνεται από τους αστυνομικούς. Στη δικογραφία που σχηματίζει η Ασφάλεια τον τυλίγει σε μια κόλλα χαρτί φορτώνοντάς του δεκάδες ληστείες. Για περισσότερο από έναν χρόνο μεταφέρεται από τις φυλακές στην Αθήνα και τη Θεσσαλία προκειμένου να δικαστεί για τα αδικήματα που έχει διαπράξει. Η πρώτη του επαφή με τον κόσμο της φυλακής ήταν για τον Σαμαρά τραυματική. Όχι γιατί αντιμετωπίστηκε σκληρά από τους συγκρατούμενούς του ή τους δεσμοφύλακες αλλά γιατί εκείνη την εποχή ήταν ερωτευμένος και δεν μπορούσε να έρχεται σε επαφή με την αγαπημένη του. Αισθηματικά ζόρια και αποκλεισμός, ο χειρότερος συνδυασμός.

Το καλοκαίρι του '87 επιχειρεί την πρώτη του απόδραση. Χωρίς σχεδιασμό χωρίς προετοιμασία, παρά μόνο με ένστικτο. Ενώ βρίσκεται στον ακάλυπτο χώρο έξω από τα κρατητήρια της Λάρισας περιμένοντας μια κλούβα από τη Θεσσαλονίκη να τον παραλάβει για να τον μεταφέρει πρώτα στην Αθήνα και από κει στο κελί του στην Κέρκυρα, ζητά από τον δεσμοφύλακα να πάει στην τουαλέτα. Το παραθυράκι που έβλεπε στον ακάλυπτο του αποσπά την προσοχή.

Να η ευκαιρία. Στο μυαλό του ήδη στριφογυρίζει η ιδέα της απόδρασης και χωρίς δεύτερη σκέψη αυτοσχεδιάζει. Γυρίζει πίσω, ζητά από τον φρουρό χαρτί υγείας και ενώ κινείται στον ακάλυπτο χώρο, αντί να μπει στην τουαλέτα, πηγαίνει από την πίσω πλευρά της και χρησιμοποιώντας τα κάγκελα του παραθύρου γαντζώνεται και σκαρφαλώνει στην ταράτσα. Με γοργά βήματα πηδά στην απέναντι πολυκατοικία και μέχρι οι αστυνομικοί να καταλάβουν 11 έχει συμβεί γίνεται καπνός. Και σαν καπνός μπαίνει στον κόσμο των σκιών.

Σε αντίθεση με τον Νίκο Παλαιοκώστα, ο Κώστας Σαμαράς έπεφτε τακτικά στα μπλόκα των αστυνομικών που τον συλλάμβαναν ακαριαία. Ίσως γιατί ήταν αστικός τύπος, ένας ατίθασος της πόλης και όχι αγρίμι των ορέων όπως ο συνεργός του, ο επονομαζόμενος και «φαντομάς» του θεσσαλικού κάμπου. Την άνοιξη του '89 μεταφέρεται 5 και πάλι από την Κέρκυρα στις Σέρρες για να καθίσει στο σκαμνί. Πριν καν φτάσει είχε πληροφορηθεί ότι στο τοπικό Α.Τ. οι τουαλέτες των κρατητηρίων ήταν δίπλα σε αυτές των αξιωματικών.

Αν κατάφερνε να περάσει από τον έναν χώρο στον άλλο που δεν διέθετε κάγκελα, τότε θα μπορούσε να βγει στον διάδρομο και από εκεί έξω στον δρόμο και να εξαφανιστεί. Με μια λάμα άνοιξε μια τρύπα και, λεπτοκαμωμένος όπως ήταν, πέρασε από την μια τουαλέτα στην άλλη. Η συνέχεια ήταν εύκολη. Αφού φρόντισε να ξυριστεί και να χτενιστεί για να αλλάξει προφίλ, πέρασε με αργό και σταθερό βηματισμό από τους σκοπούς και βγήκε έξω.

Η πιο εντυπωσιακή απόδρασή του, ωστόσο, ήταν αυτή του φθινοπώρου του ’91. Ο Κώστας Σαμαράς, έπειτα από ένα ακόμη δικαστήριο, ετοιμαζόταν να επιστρέψει από την Αθήνα στο κελί των σκληρών φυλακών της Κέρκυρας.

Ύστερα από τόσες μεταγωγές με τις κλούβες της Αστυνομίας σε όλη την Ελλάδα, κατάφερε να μάθει ότι το πάτωμα δεν ήταν μεταλλικό αλλά ξύλινο.

Με ένα λεπίδι που ο ίδιος κατασκεύασε άρχισε να ξύνει το ξύλο και όταν το όχημα έφτασε στην Αμφιλοχία και σταμάτησε σε ένα βενζινάδικο ο «Ζαρανίκας» φόρεσε ένα καπέλο τζόκεϊ, γλίστρησε από την τρύπα και σύρθηκε κάτω από την κλούβα. Σαν πραγματικός αίλουρος, βγήκε στον δρόμο και άρχισε να κινείται αδιάφορα χωρίς οι αστυνομικοί φρουροί να καταλάβουν το παραμικρό. Άντε γεια! Μετά τη θεαματική αυτή απόδραση έκανε μαζί με τον Βασίλη και Νίκο Παλαιοκώστα τη μεγαλύτερη ληστεία σε τράπεζα. Ήταν 1992 όταν με κινηματογραφικό τρόπο αρπάζουν από την Εθνική Τράπεζα Καλαμπάκας 125.000.000 δραχμές. Χοντρή μπάζα. «Έβγαλαν τις καραμπίνες από την πάνινη τσάντα και τις όπλισαν φωνάζοντας προς τους ταμίες και τούς υπαλλήλους. Το ίδιο έκανα κι εγώ βγάζοντας το Ούζι κάτω από το σακάκι μου. Ληστεία!», περιγράφει στο βιβλίο του ο Σαμαράς. Οι αστυνομικοί έκαναν λόγο για μια επαγγελματική δουλειά που σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε από έμπειρους ληστές έπειτα από προετοιμασία πολλών μηνών. Όταν συνέλαβαν αργότερα τον Σαμαρά, τους αποκάλυψε πως η εισβολή στην τράπεζα ήταν έμπνευση της στιγμής που απλώς πέτυχε! «Μια εβδομάδα νωρίτερα σχεδιάζαμε κάτι άλλο. Όμως τελευταία στιγμή δεν μας βγήκε και αποφασίσαμε να ληστέψουμε την τράπεζα», παραδέχτηκε, αφήνοντας τους αστυνομικούς με το στόμα ανοιχτό.

Από το βιβλίο στην ταινία...
Το 1999 γράφει την αυτοβιογραφία του με τον τίτλο «Καταζητείται» και παραδέχεται ότι πλέον έχει κουραστεί. Περιγράφει ότι είδε πολλούς φίλους του να χάνονται από το ανελέητο κυνηγητό από τους αστυνομικούς, από ναρκωτικά, από τη μοναξιά και την εγκατάλειψη στις οποίες οδηγεί η ταραγμένη επιβίωση στην παρανομία. Τότε αποφασίζει να αλλάξει μονοπάτι.

Έτσι, όταν τον Απρίλιο του 2004 αποφυλακίζεται, επιχειρεί να Ξεκινήσει μια νέα ζωή έχοντας στο πλάι του την Όλγα. Μια κοπέλα όμορφη, που γνώρισε τρία χρόνια νωρίτερα όταν ήταν στη φυλακή. Τη φυλακή που θέλει να αφήσει για πάντα πίσω του μαζί με την καταθλιπτική γκρίζα της σκόνη και την αποπνικτική μυρωδιά άπλυτης μπουγάδας.

Αρχικά, και για έναν χρόνο, το ζευγάρι μένει στην Αθήνα. Ο ίδιος εργάζεται στην «Κλίμακα», μία μη κυβερνητική οργάνωση που βοηθά άτομα με ειδικές ανάγκες και αστέγους, ενώ παράλληλα προσπαθεί να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο ΤΕΙ Αιγάλεω στον τομέα της Γραφιστικής. Έναν χρόνο αργότερα, ο Κώστας και η Όλγα φεύγουν για την πατρίδα του, τα Τρίκαλα.

Στην πόλη της Θεσσαλίας δουλεύει σε ένα τοπικό μέσο μαζικής ενημέρωσης κάνοντας φωτογραφήσει και μακέτες για εφημερίδες και περιοδικά. Λίγο αργότερα φτιάχνει ένα εργαστήριο κατασκευής Ξυλόγλυπτων, ενώ με τη βοήθεια των τοπικών φορέων αποκτά άδεια για να μπορεί να στήνει στις λαϊκές και τα πανηγύρια πάγκο και να πουλά τα είδη που κατασκεύαζε μαζί με κινέζικα αντικείμενα για το σπίτι. Ήταν τότε που αποφασίστηκε να γυριστεί ταινία η ζωή του. Ο ηθοποιός Βασίλης Μπισμπίκης θα ενσάρκωνε τον ρόλο του θρυλικού ληστή. Μάλιστα, ο νεαρός πήγε ο ίδιος στα Τρίκαλα για να συναντήσει τον «Ζαρανίκα», να μιλήσει μαζί του και να μπει στο πετσί του χαρακτήρα που θα υποδυόταν. Κι ο Σαμαράς πίστευε για τον εαυτό του ότι είχε αλλάξει δέρμα . Το 'χε βγάλει από πάνω του αποκαλύπτοντας παρήγορα σημάδια αγνότητας από κάτω. Αλλά η επιφυλακτικότητα του παρέμενε σαν αθεράπευτη φλεγμονή που δόλια επανέρχεται.

Τις πρώτες ημέρες ο Σαμαράς δεν πλησίαζε τον ηθοποιό γιατί υποψιαζόταν ότι ήταν «μπάτσος» που ήθελε με έμμεσο τρόπο να του αποσπάσει πληροφορίες για τον φίλο του, τον Βασίλη Παλαιοκώστα. «Τελικά, επιδίωξε ο ίδιος να με δει για να με εγκρίνει. Αυτό που θέλαμε να δείξουμε στην ταινία είναι ο χαρακτήρας του ήρωα. Πώς ξεκίνησε και γιατί αναγκάστηκε να κάνει κάποια πράγματα. Θα αναδεικνύαμε το ψυχολογικό κομμάτι που τον οδήγησε στην παραβατική ζωή. Όμως η κρίση πάγωσε τα γυρίσματα γιατί ήταν μια παραγωγή που θα στοίχιζε πολλά λεφτά. Τώρα ψάχνουμε για χορηγούς», περιγράφει στο «ΘΕΜΑ» ο ηθοποιός, και συνεχίζει: «Αυτό που περιγράφεται στο βιβλίο έρχεται σε πλήρη αντίθεση με αυτό που βλέπει κάποιος όταν γνωρίζει τον Κώστα Σαμαρά. Είναι ένας άνθρωπος ήρεμος, καλλιεργημένος και συγκροτημένος. Με τη ζωγραφική του, τα σκυλιά του, τη φάρμα του.

Καμία σχέση με αυτά που διαβάζεις για κυνηγητό και αδρεναλίνη. Άλλο περίμενα να δω και άλλο είδα».

Ο έρωτας που τον έβγαλε ξανά στη δράση
Άλλο, μάλλον, φαντασιωνόταν και ο Σαμαράς για τη ζωή του. Μια ήρεμη καθημερινότητα που θα ανασύνθετε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ενός κανονικού πολίτη. Άλλα του προέκυψαν. Τους τελευταίους μήνες η ζωή του άλλαζε. Μια 30χρονη κοπέλα των Εξαρχείων, που ερωτεύτηκε τον ληστή Σαμαρά μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του, τον πλησίασε για να τον γνωρίσει. Εκείνες τις ζεστές ημέρες του περασμένου Αυγούστου το «ζην επικινδύνως» φαίνεται να ξύπνησε και πάλι μέσα του. Ο «Ζαρανίκας» έφυγε για τα Γιάννενα, τόπο καταγωγής της κοπέλας, και έκανε τα πάντα για να αποδείξει ότι ο παλιός «πεταλούδας» ξανάρχισε το φτερούγισμα στην κόλαση. Ξαναβγήκε στην πιάτσα και προσπάθησε να διαρρήξει μερικά αυτοκίνητα - ως προσπάθεια ίσως αυτοεπιβεβαίωσης ότι ο παλιός αντεξουσιαστή δεν σχόλασε, δεν βγήκε στη σύνταξη. Πρωταγωνίστησε τρεις μήνες αργότερα σε μια καταδίωξη με αστυνομικούς σε επαρχιακούς δρόμους σαν σε γκανγκστερική ταινία που ακυρώθηκε λόγω αδυναμίας χρηματοδότησης.

Παράλληλα, παραβίασε τους όρους αποφυλάκισής του, καθώς δεν παρουσιάστηκε στο Τμήμα ως όφειλε. Καταζητούμενος πλέον στις 17 Ιανουαρίου, έπειτα από ένταλμα που εκδίδεται σε βάρος του, επέστρεψε στην Αθήνα. Για να μην αναγνωριστεί, έβαψε τα λευκά του μαλλιά μαύρα και γύριζε σαν χαμένος στους δρόμους της πρωτεύουσας για να βρει ίσως τον μελαγχολικά «ένδοξο» παλιό εαυτό του.

Ήταν θέμα χρόνου να έχει ένα ακόμη απελπιστικό τετ α τετ με τους αστυνομικούς, αυτό που τελικά συνέβη το πρωί της περασμένης Δευτέρας στο Μοσχάτο. Η μεταγωγή του στον εισαγγελέα δεν θύμιζε σε τίποτα τις παλιές καλές εποχές. Ακόμα και τα «εκρηκτικά» του ήταν τζούφια. Ένα Octavia της Ασφάλειας με τέσσερις γεροδεμένους αστυνομικούς τον μετέφερε στο κτίριο

16 της πρώην Σχολής Ευελπίδων. Εκεί, ο Κώστας Σαμαράς ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με έναν αστυνομικό που τον θυμόταν από τα παλιά. Με το χιούμορ που ανέκαθεν τον διέκρινε και τη μονίμως ψιθυριστή φωνή γύρισε και είπε στον παλιό γνώριμο: «Ρε συ, πώς γέρασες έτσι;». Εισέπραξε, όμως, μια πικρή απάντηση από τον ενοχλημένο αστυνομικό: «Εγώ, ρε φίλε, δεν βάφω τα μαλλιά μου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου