Αναφορές στον γερμανικό Τύπο για τα ελληνοτουρκικά και την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο, καλώντας το ΝΑΤΟ να μεσολαβήσει.
Η Tagesspiegel του Βερολίνο σε σχολιαστικό της άρθρο, σύμφωνα με την DW, επισείει τον κίνδυνο κλιμάκωσης της κρίσης, θεωρώντας ότι και οι δύο νατοϊκές χώρες επιμένουν σε «μη ρεαλιστικές, μαξιμαλιστικές απαιτήσεις και ετοιμάζονται για στρατιωτική αναμέτρηση».
Ως μια άλλη αιτία της κατάστασης ο Γερμανός αρθρογράφος βλέπει την «επιθετική εξωτερική πολιτική της Τουρκίας και τον σχηματισμό μιας αντιτουρκικής συμμαχίας στην περιοχή που σκληραίνει τα μέτωπα».
Σημειώνει ο αρθρογράφος: «Ο κίνδυνος συνίσταται στο ότι οι πολιτικοί ενδέχεται να ανακατέψουν σε τέτοιο σημείο την ατμόσφαιρα στις χώρες τους, που να αρκεί ένα λάθος ή μια παρεξήγηση για να προκληθεί σπίθα στην πυριτιδαποθήκη. Η Δύση έχει ισχυρό συμφέρον να μην συμβεί κάτι τέτοιο. Η καγκελάριος Μέρκελ τέλη Ιουλίου μπόρεσε να ηρεμήσει την κατάσταση, άλλα αυτό δεν επαρκεί για να μπει σε τροχιά η διαδικασία διαπραγματεύσεων.
Η ΕΕ θα μπορούσε να ξεκινήσει διάλογο, αλλά από τουρκικής πλευράς υπάρχει πρόβλημα αξιοπιστίας, διότι εκτός από την Ελλάδα και την Κύπρο, και η Γαλλία έχει ταχθεί στο αντιτουρκικό στρατόπεδο. Γι αυτόν τον λόγο, θα καταλήξει (η κατάσταση) σε μια διαμεσολάβηση του ΝΑΤΟ. Η συμμαχία δεν έχει χρόνο για χάσιμο».
Ο αρθρογράφος για να φωτίσει περισσότερο τους λόγους της αναζωπύρωσης της διένεξης σημειώνει ότι η περιοχή σε παγκόσμιο επίπεδο είναι πολύ σημαντική. Γιατί, «όποιος είναι ισχυρός στην ανατολική Μεσόγειο, διαδραματίζει ρόλο στον πόλεμο στη Συρία και στη Λιβύη» υπογραμμίζει. «Σε όλα αυτά προστίθεται και η ύπαρξη υδρογονανθράκων και η εγγύτητα στη διώρυγα του Σουέζ, που κάνουν την ανατολική Μεσόγειο, και σε οικονομικό επίπεδο, μια περιοχή-κλειδί».
Και παρατηρεί η εφημερίδα: «Στη δημόσια ρητορική τους Τούρκοι και Έλληνες εμφανίζονται ως θύματα, που παρά την δήθεν άδικη στάση της μιας πλευράς προς την άλλη, θέλουν να επιλύσουν τα προβλήματά τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Εκεί ακριβώς βρίσκεται η ευκαιρία για την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Ούτε οι Τούρκοι, αλλά ούτε και οι Έλληνες θέλουν πόλεμο. Γιατί οι οικονομικές και πολιτικές ζημίες από μια τέτοια αντιπαράθεση θα ήταν τεράστιες».
Σε δυσχερή θέση η τουρκική οικονομία
Το άρθρο της TAZ αναφέρεται στη συνέχεια στις δυσκολίες της τουρκικής οικονομίας και την καταβαράθρωση της τουρκικής λίρας. Οι λόγοι αυτής της εξέλιξης οφείλονται, κατά τον αρθρογράφο, μεσοπρόθεσμα στις νέες εντάσεις με την Ελλάδα στην ανατολική Μεσόγειο. «Αλλά ο βασικός λόγος είναι ότι το επιτόκιο των 8,5% είναι μικρότερο από τον πληθωρισμό ύψους 12%, άρα για την τουρκική λίρα το επιτόκιο είναι αρνητικό» σημειώνει ο αρθρογράφος.
«Το αποτέλεσμα είναι ότι όλοι μετατρέπουν τα χρήματά τους σε δολάρια, ευρώ ή ακόμη αγοράζουν χρυσό και ξένοι επενδυτές ελαφρώνουν τα χαρτοφυλάκιά τους από την τουρκική λίρα. Αυτή η πολιτική επιτοκίων οφείλεται στον πρόεδρο Ερντογάν, ο οποίος επιμένει στα χαμηλά επιτόκια για να δανείζεται ο κόσμος και να τονωθεί η κατανάλωση. Και για να το επιτύχει, επί χρόνια άσκησε πιέσεις στην Τουρκική Κεντρική Τράπεζα.
Όταν ο διοικητής Μουράτ Τσετίνκαγια, πριν από ένα χρόνο, αρνήθηκε να μειώσει τα επιτόκια, ο Ερντογάν τον απέλυσε και τον αντικατέστησε με τον πρόθυμο Μουράτ Ουζάλ, ο οποίος όμως τους τελευταίους 12 μήνες μείωσε τα επιτόκια από πάνω από 20% στα 8,5%».
Ο Γερμανός αρθρογράφος υπογραμμίζει ότι η κριτική σε βάρος του υπουργού Οικονομικών και γαμπρού του Ερντογάν, Μπεράτ Αλμπαϊράκ. είναι τόσο ηχηρή που μέσα στο κυβερνών κόμμα δημιουργήθηκε ομάδα στήριξης του υπουργού στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, ενώ πρόεδροι διαφόρων οικονομικών επιμελητηρίων αναγκάστηκαν να δηλώσουν δημόσια τη στήριξή τους στο πρόσωπο του Αλμπαϊράκ.
Η Tagesspiegel του Βερολίνο σε σχολιαστικό της άρθρο, σύμφωνα με την DW, επισείει τον κίνδυνο κλιμάκωσης της κρίσης, θεωρώντας ότι και οι δύο νατοϊκές χώρες επιμένουν σε «μη ρεαλιστικές, μαξιμαλιστικές απαιτήσεις και ετοιμάζονται για στρατιωτική αναμέτρηση».
Ως μια άλλη αιτία της κατάστασης ο Γερμανός αρθρογράφος βλέπει την «επιθετική εξωτερική πολιτική της Τουρκίας και τον σχηματισμό μιας αντιτουρκικής συμμαχίας στην περιοχή που σκληραίνει τα μέτωπα».
Σημειώνει ο αρθρογράφος: «Ο κίνδυνος συνίσταται στο ότι οι πολιτικοί ενδέχεται να ανακατέψουν σε τέτοιο σημείο την ατμόσφαιρα στις χώρες τους, που να αρκεί ένα λάθος ή μια παρεξήγηση για να προκληθεί σπίθα στην πυριτιδαποθήκη. Η Δύση έχει ισχυρό συμφέρον να μην συμβεί κάτι τέτοιο. Η καγκελάριος Μέρκελ τέλη Ιουλίου μπόρεσε να ηρεμήσει την κατάσταση, άλλα αυτό δεν επαρκεί για να μπει σε τροχιά η διαδικασία διαπραγματεύσεων.
Η ΕΕ θα μπορούσε να ξεκινήσει διάλογο, αλλά από τουρκικής πλευράς υπάρχει πρόβλημα αξιοπιστίας, διότι εκτός από την Ελλάδα και την Κύπρο, και η Γαλλία έχει ταχθεί στο αντιτουρκικό στρατόπεδο. Γι αυτόν τον λόγο, θα καταλήξει (η κατάσταση) σε μια διαμεσολάβηση του ΝΑΤΟ. Η συμμαχία δεν έχει χρόνο για χάσιμο».
Ο αρθρογράφος για να φωτίσει περισσότερο τους λόγους της αναζωπύρωσης της διένεξης σημειώνει ότι η περιοχή σε παγκόσμιο επίπεδο είναι πολύ σημαντική. Γιατί, «όποιος είναι ισχυρός στην ανατολική Μεσόγειο, διαδραματίζει ρόλο στον πόλεμο στη Συρία και στη Λιβύη» υπογραμμίζει. «Σε όλα αυτά προστίθεται και η ύπαρξη υδρογονανθράκων και η εγγύτητα στη διώρυγα του Σουέζ, που κάνουν την ανατολική Μεσόγειο, και σε οικονομικό επίπεδο, μια περιοχή-κλειδί».
Και παρατηρεί η εφημερίδα: «Στη δημόσια ρητορική τους Τούρκοι και Έλληνες εμφανίζονται ως θύματα, που παρά την δήθεν άδικη στάση της μιας πλευράς προς την άλλη, θέλουν να επιλύσουν τα προβλήματά τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Εκεί ακριβώς βρίσκεται η ευκαιρία για την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Ούτε οι Τούρκοι, αλλά ούτε και οι Έλληνες θέλουν πόλεμο. Γιατί οι οικονομικές και πολιτικές ζημίες από μια τέτοια αντιπαράθεση θα ήταν τεράστιες».
Σε δυσχερή θέση η τουρκική οικονομία
Το άρθρο της TAZ αναφέρεται στη συνέχεια στις δυσκολίες της τουρκικής οικονομίας και την καταβαράθρωση της τουρκικής λίρας. Οι λόγοι αυτής της εξέλιξης οφείλονται, κατά τον αρθρογράφο, μεσοπρόθεσμα στις νέες εντάσεις με την Ελλάδα στην ανατολική Μεσόγειο. «Αλλά ο βασικός λόγος είναι ότι το επιτόκιο των 8,5% είναι μικρότερο από τον πληθωρισμό ύψους 12%, άρα για την τουρκική λίρα το επιτόκιο είναι αρνητικό» σημειώνει ο αρθρογράφος.
«Το αποτέλεσμα είναι ότι όλοι μετατρέπουν τα χρήματά τους σε δολάρια, ευρώ ή ακόμη αγοράζουν χρυσό και ξένοι επενδυτές ελαφρώνουν τα χαρτοφυλάκιά τους από την τουρκική λίρα. Αυτή η πολιτική επιτοκίων οφείλεται στον πρόεδρο Ερντογάν, ο οποίος επιμένει στα χαμηλά επιτόκια για να δανείζεται ο κόσμος και να τονωθεί η κατανάλωση. Και για να το επιτύχει, επί χρόνια άσκησε πιέσεις στην Τουρκική Κεντρική Τράπεζα.
Όταν ο διοικητής Μουράτ Τσετίνκαγια, πριν από ένα χρόνο, αρνήθηκε να μειώσει τα επιτόκια, ο Ερντογάν τον απέλυσε και τον αντικατέστησε με τον πρόθυμο Μουράτ Ουζάλ, ο οποίος όμως τους τελευταίους 12 μήνες μείωσε τα επιτόκια από πάνω από 20% στα 8,5%».
Ο Γερμανός αρθρογράφος υπογραμμίζει ότι η κριτική σε βάρος του υπουργού Οικονομικών και γαμπρού του Ερντογάν, Μπεράτ Αλμπαϊράκ. είναι τόσο ηχηρή που μέσα στο κυβερνών κόμμα δημιουργήθηκε ομάδα στήριξης του υπουργού στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, ενώ πρόεδροι διαφόρων οικονομικών επιμελητηρίων αναγκάστηκαν να δηλώσουν δημόσια τη στήριξή τους στο πρόσωπο του Αλμπαϊράκ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου