Ίσως αυτό είναι μια προειδοποίηση για την μελλοντική αποίκιση των ανθρώπων στο διάστημα, σημειώνει το Popsci για τα ευρήματα της ΝΑSA σχετικά με ένα πολύ περίεργο πείραμα που φαίνεται να δείχνει πως τα μωρά που γεννιούνται στο διάστημα μπορεί να μην μπορούν ποτέ να βρουν τον τρόπο να διαχειριστούν σωστά τη βαρύτητα.
Η NASA ξεκίνησε την πρώτη αποστολή μεδουσών στο διάστημα στο διαστημικό λεωφορείο Κολούμπια στις αρχές της δεκαετίας του '90. Σκοπός του ζωντανού αυτού φορτίου ήταν να ελέγξει κατά πόσο μια διαστημική πτήση θα επηρεάσει την ανάπτυξή τους.
Το ωφέλιμο φορτίο των 2.478 μεδουσών στο στάδιο του πολύποδα, ταξίδεψε σε φιάλες και σακούλες που γέμισαν με τεχνητό θαλασσινό νερό. Οι αστροναύτες παρείχαν το μείγμα των χημικών ουσιών που θα επέτρεπαν στις μέδουσες να κολυμπούν ελεύθερα και να αναπαραχθούν. Κατά τη διάρκεια της αποστολής, τα πλάσματα πολλαπλασιάστηκαν και προς το τέλος υπήρχαν περίπου 60.000 μέδουσες σε τροχιά γύρω από τη Γη.
Η μελέτη που ήθελε να καταγράψει τις επιπτώσεις της μικροβαρύτητας καθώς τα πλάσματα θα αναπτύσσονταν από πολύποδες σε μέδουσες, είχε επίσης στόχο να παρατηρήσει το πώς θα αντιδρούσαν όταν θα επέστρεφα στη Γη και τις συνθήκες βαρύτητας του πλανήτη. Οι μέδουσες, ένα πλάσμα πολύ διαφορετικό από το άνθρωπο, κρύβουν κάτι πολύ κοινό με εμάς: Μπορούν να προσανατολιστούν ανάλογα με τη βαρύτητα μέσω ενός περίπλοκου συστήματος που αναπτύσσουν.
Όταν μια μέδουσα μεγαλώνει, σχηματίζει κρυστάλλους θειικού ασβεστίου κάτω από το σώμα της. Αυτοί οι κρύσταλλοι που περιβάλλονται από μια μικρή κυτταρική μεμβράνη, επικαλυμμένη με εξειδικευμένες τρίχες που συνδέονται με ένα σύστημα νευρώνων διαδραματίζουν έναν σημαντικό ρόλο στο πώς οι μέδουσες είναι σε θέση να ανιχνεύσουν τις κατευθύνσεις και να διαχωρίσουν το πάνω από το κάτω, ενώ το μόνο που χρειάζεται για την διαδικασία είναι η βαρύτητα.
Οι άνθρωποι είναι ομοίως ευαίσθητοι με την αίσθηση τόσο της βαρύτητας και της επιτάχυνσης να γίνεται χρησιμοποιώντας τους ωτόλιθους, κρυστάλλους ανθρακικού ασβεστίου στο εσωτερικό των αυτιών μας που κινούν τα υπερ-ευαίσθητα τριχοειδή κύτταρα, ενημερώνοντας έτσι τους εγκεφάλους μας για την έλξη της βαρύτητας.
Και εδώ, ίσως κάπως υπάρχει σύνδεση με το τι συνέβη στις διαστημικές μέδουσες και το πώς ίσως το ίδιο συνέβαινε με τους ανθρώπους. Οι μέδουσες που επέστρεψαν στη Γη είχαν εμφανίσει δυσκολία στο πώς να κολυμπήσουν στο νερό και φάνηκε πως δεν είχαν αναπτύξει τις ίδιες δυνατότητες αίσθησης της βαρύτητας με τους γήινους συγγενείς τους. Αν και το σύστημα είχε φαινομενικά αναπτυχθεί σωστά, οι οργανισμοί είχαν προβλήματα στο κολύμπι, ανωμαλίες στον παλμό και την κίνηση και εμφάνιζαν αστάθεια ή όπως το θέτουν πιο απλά οι επιστήμονες, είχαν κάτι σαν μόνιμο ίλιγγο.
Η NASA ξεκίνησε την πρώτη αποστολή μεδουσών στο διάστημα στο διαστημικό λεωφορείο Κολούμπια στις αρχές της δεκαετίας του '90. Σκοπός του ζωντανού αυτού φορτίου ήταν να ελέγξει κατά πόσο μια διαστημική πτήση θα επηρεάσει την ανάπτυξή τους.
Το ωφέλιμο φορτίο των 2.478 μεδουσών στο στάδιο του πολύποδα, ταξίδεψε σε φιάλες και σακούλες που γέμισαν με τεχνητό θαλασσινό νερό. Οι αστροναύτες παρείχαν το μείγμα των χημικών ουσιών που θα επέτρεπαν στις μέδουσες να κολυμπούν ελεύθερα και να αναπαραχθούν. Κατά τη διάρκεια της αποστολής, τα πλάσματα πολλαπλασιάστηκαν και προς το τέλος υπήρχαν περίπου 60.000 μέδουσες σε τροχιά γύρω από τη Γη.
Η μελέτη που ήθελε να καταγράψει τις επιπτώσεις της μικροβαρύτητας καθώς τα πλάσματα θα αναπτύσσονταν από πολύποδες σε μέδουσες, είχε επίσης στόχο να παρατηρήσει το πώς θα αντιδρούσαν όταν θα επέστρεφα στη Γη και τις συνθήκες βαρύτητας του πλανήτη. Οι μέδουσες, ένα πλάσμα πολύ διαφορετικό από το άνθρωπο, κρύβουν κάτι πολύ κοινό με εμάς: Μπορούν να προσανατολιστούν ανάλογα με τη βαρύτητα μέσω ενός περίπλοκου συστήματος που αναπτύσσουν.
Όταν μια μέδουσα μεγαλώνει, σχηματίζει κρυστάλλους θειικού ασβεστίου κάτω από το σώμα της. Αυτοί οι κρύσταλλοι που περιβάλλονται από μια μικρή κυτταρική μεμβράνη, επικαλυμμένη με εξειδικευμένες τρίχες που συνδέονται με ένα σύστημα νευρώνων διαδραματίζουν έναν σημαντικό ρόλο στο πώς οι μέδουσες είναι σε θέση να ανιχνεύσουν τις κατευθύνσεις και να διαχωρίσουν το πάνω από το κάτω, ενώ το μόνο που χρειάζεται για την διαδικασία είναι η βαρύτητα.
Οι άνθρωποι είναι ομοίως ευαίσθητοι με την αίσθηση τόσο της βαρύτητας και της επιτάχυνσης να γίνεται χρησιμοποιώντας τους ωτόλιθους, κρυστάλλους ανθρακικού ασβεστίου στο εσωτερικό των αυτιών μας που κινούν τα υπερ-ευαίσθητα τριχοειδή κύτταρα, ενημερώνοντας έτσι τους εγκεφάλους μας για την έλξη της βαρύτητας.
Και εδώ, ίσως κάπως υπάρχει σύνδεση με το τι συνέβη στις διαστημικές μέδουσες και το πώς ίσως το ίδιο συνέβαινε με τους ανθρώπους. Οι μέδουσες που επέστρεψαν στη Γη είχαν εμφανίσει δυσκολία στο πώς να κολυμπήσουν στο νερό και φάνηκε πως δεν είχαν αναπτύξει τις ίδιες δυνατότητες αίσθησης της βαρύτητας με τους γήινους συγγενείς τους. Αν και το σύστημα είχε φαινομενικά αναπτυχθεί σωστά, οι οργανισμοί είχαν προβλήματα στο κολύμπι, ανωμαλίες στον παλμό και την κίνηση και εμφάνιζαν αστάθεια ή όπως το θέτουν πιο απλά οι επιστήμονες, είχαν κάτι σαν μόνιμο ίλιγγο.
Η έκθεση των ερευνητών δημοσιεύτηκε στο Advances in Space Research.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου